Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σχετικός

См. также в других словарях:

  • σχετικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… …   Dictionary of Greek

  • σχετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι, συναφής: Συζήτησαν τα προβλήματα τα σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινή Αγορά. 2. όχι πολύς, μέτριος: Εξασφάλισε σχετική ευημερία. 3. όχι απόλυτος: Η αλήθεια είναι σχετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικώτερον — σχετικός of adverbial comp σχετικός of masc acc comp sg σχετικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικῶν — σχετικός of fem gen pl σχετικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικόν — σχετικός of masc acc sg σχετικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικαῖς — σχετικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικαί — σχετικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικοί — σχετικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετικούς — σχετικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»