-
1 σχετικός
-
2 σχετικος
31) удерживающий, закрепляющий2) сдерживающий, закрепляющий, вяжущий(δύναμις Plut.)
3) сохраняющий, предохраняющий (от гниения)(ἥ ψυχρότης Plut.)
-
3 σχετικός
σχετικόςof: masc nom sg -
4 σχετικός
-
5 σχετικός
η, ό[ν]1) относительный;σχετική εξαθλίωση — относительное обнищание;
2) соответственный, соответствующий, надлежащий;3) относительный, сравнительно небольшой, некоторый; 4) имеющий отношение (к чему-л.), имеющий связь (с чём-л.); связанный близкими отношениями (с кем-л.), близкий (к кому-л.) -
6 σχετικός
[схээтикос] επ имеющий отношение (к чему- либо), связанный (с чем-либо), соответственный, соответствующий, относительный. -
7 σχετικός
A of or for holding firm, retentive, τινος Plu.2.428d, 725b: abs., ib.952b; stable, permanent,σ. τυπώσεις Stoic.2.229
.III depending on aσχέσις 1.1
, temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, Gal.10.533. Adv. - κῶς as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, Ph.1.129, cf. Sor.1.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχετικός
-
8 σχετικός
göreli, nispi, (...)e ilişkin dair, (...)le ilgili -
9 σχετικός
relatif -
10 σχετικός
odnośny przym. -
11 σχετικός
relevantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σχετικός
-
12 ἀνα-σχετικός
ἀνα-σχετικός, duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
-
13 ἐπι-σχετικός
ἐπι-σχετικός, ή, όν, zurückhaltend, τῆς κάτω κοιλίας Ath. XV, 666 a, Sp.
-
14 ὑπο-σχετικός
ὑπο-σχετικός, ή, όν, zum Versprechen gehörig, geneigt, Suid.
-
15 συ σχετικός
[сисхэтикос] επ имеющий отношение к чему- либо, связанный с чем-либо, соответственный, соответствующий. относительный. -
16 σχετικά
σχετικόςof: neut nom /voc /acc plσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc /acc dualσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 σχετικώτερον
σχετικόςof: adverbial compσχετικόςof: masc acc comp sgσχετικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
18 σχετικόν
σχετικόςof: masc acc sgσχετικόςof: neut nom /voc /acc sg -
19 σχετικαί
σχετικόςof: fem nom /voc pl -
20 σχετικοί
σχετικόςof: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
σχετικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… … Dictionary of Greek
σχετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι, συναφής: Συζήτησαν τα προβλήματα τα σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινή Αγορά. 2. όχι πολύς, μέτριος: Εξασφάλισε σχετική ευημερία. 3. όχι απόλυτος: Η αλήθεια είναι σχετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικώτερον — σχετικός of adverbial comp σχετικός of masc acc comp sg σχετικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικῶν — σχετικός of fem gen pl σχετικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικόν — σχετικός of masc acc sg σχετικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικαῖς — σχετικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικαί — σχετικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικοί — σχετικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικούς — σχετικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)