-
1 σχετικός
σχετικόςof: masc nom sg -
2 σχετικός
A of or for holding firm, retentive, τινος Plu.2.428d, 725b: abs., ib.952b; stable, permanent,σ. τυπώσεις Stoic.2.229
.III depending on aσχέσις 1.1
, temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, Gal.10.533. Adv. - κῶς as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, Ph.1.129, cf. Sor.1.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχετικός
-
3 σχετικός
relevantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σχετικός
-
4 σχετικά
σχετικόςof: neut nom /voc /acc plσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc /acc dualσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 σχετικώτερον
σχετικόςof: adverbial compσχετικόςof: masc acc comp sgσχετικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
6 σχετικόν
σχετικόςof: masc acc sgσχετικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 σχετικαί
σχετικόςof: fem nom /voc pl -
8 σχετικοί
σχετικόςof: masc nom /voc pl -
9 σχετικούς
σχετικόςof: masc acc pl -
10 σχετική
σχετικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 σχετικήν
σχετικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 σχετικών
-
13 σχετικῶν
-
14 σχετική
-
15 σχετικῇ
-
16 σχετικής
-
17 σχετικῆς
-
18 σχετικαίς
-
19 σχετικαῖς
-
20 σχετικώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχετικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… … Dictionary of Greek
σχετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι, συναφής: Συζήτησαν τα προβλήματα τα σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινή Αγορά. 2. όχι πολύς, μέτριος: Εξασφάλισε σχετική ευημερία. 3. όχι απόλυτος: Η αλήθεια είναι σχετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικώτερον — σχετικός of adverbial comp σχετικός of masc acc comp sg σχετικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικῶν — σχετικός of fem gen pl σχετικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικόν — σχετικός of masc acc sg σχετικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικαῖς — σχετικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικαί — σχετικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικοί — σχετικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικούς — σχετικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)