-
1 σφυρ'
σφυρί, σφυρίςlarge basket: fem voc sgσφυρά, σφυρόνankle: neut nom /voc /acc plσφυρά, σπυράςball of dung: fem voc sg (attic) -
2 σφύρ'
σφύ̱ρᾱͅ, σφῦραhammer: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 σφυρηδόν
σφῡρ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρηδόν
-
4 σφυρηλατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρηλατέω
-
5 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
-
6 σφυρήματα
σφῡρ-ήματα· τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῖται, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήματα
-
7 σφυρόν
σφῠρ-όν, τό,A ankle,κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρά Il.4.147
, cf. 518, Hp.Loc. Hom.6; ; ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ (metaph.) Pi.I.7(6).13;βαίνουσα.. σ. κούφῳ E. Alc. 586
(lyr.); μονόχαλα ς., of a horse, Id.IA 225 (lyr.); τὸ σ. ἐξεκόκκισε put out his ankle, Ar.Ach. 1179; τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου ς. Arist.HA 494a10; σ. Ἰφίκλειον the ankle of Iphiclus (the runner), Call.Aet.3.1.46.II metaph., the lower part or edge, foothills, of a mountain,ἐν Παλίου σφυροῖς Pi.P.2.46
, cf. AP6.114 (Simm.), 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.165, etc.; Λιβύας ἄκρον σφυρόν the very furthest part of Libya, Theoc.16.77;σ. νήσων Musae.45
;ὕλης Nonn.D.2.1
. -
8 σφυρόομαι
A to have buskins on,ἐθέλει γὰρ ὁ θεὸς ὀρθὸς ἐσφυρωμένος διὰ μέσου βαδίζειν Carm.Pop.7
( ἐσφυδωμένος cj. Meineke).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρόομαι
-
9 σφῦρα
Grammatical information: f.Meaning: `hammer, beetle' (γ 434, Hes. Op. 425, Hdt., A., com., Arist.), metaph. `strip of earth between two furrows' (Poll. 7, 145), as surface-measure (Daulis IIp), = τῆς σπορίμου γῆς τὸ μέτρον with ὁμό-σφυρος = ὁμόχωρος H.; name of a fish H. (cf. σφύραινα below).Compounds: Compp., e.g. σφυρ-ήλατος `wrought with the hammer, of wrought labour, sound' (Hdt., Pi., A., Pl. etc.) with - έω (Ph.).Derivatives: Demin. σφυρ-ίον n. (hell.), σφύρ-αινα f. name of a fish, bicuda (Stratt., Arist. etc.), after the form of the body (Strömberg 35); - ηδόν `hammer-like' (Philostr.); - ωσις f. `the hammering, forging' (Didyma IIa), = δίάροσις H., - ήματα τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῖται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As zero grade formation beside σφαῖρα σφῦρα belongs prob. like σφυρόν (s. v.) to σπαίρω a. cogn. [impossible because of the σφ-]. As in the case of σφαῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. the formal proceß remains unclear; PGr. *σφύρ-ι̯α beside σφυρ-όν can be understood both as primary deriv. "the beating, bumping" and as secondary deriv. "beating, bumping apparatus, (hand)hammer, stamper". On an older word for `stone hammer' s. ἄκμων. Cf. also τύκος.Page in Frisk: 2,834-835Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφῦρα
-
10 σφυρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρίδιον
-
11 οἰδέω
Aᾤδεον Od.5.455
: [tense] aor.ᾤδησα Hp.Epid.2.1.7
, 2.2.3, Pl.Phdr. 251b : [tense] pf. ᾤδηκα, [dialect] Dor. [ per.] 3pl.- αντι Theoc.1.43
; cf. ἀνοιδέω :—swell, become swollen, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα he had all his body swollen, Od. l. c. ;οἰδῶν τὼ πόδε Ar.Ra. 1192
;τοὺς πόδας καὶ γαστέρα Men.544.4
;τὰ σφύρ' ᾤδει Anaxil.36
;ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.
Aër.7 ;ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc.
l. c. ; of growing fruits, etc., l. c. ;ᾤδησε.. ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl.
l.c.II metaph., οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων when affairs were in a ferment, Hdt.3.76, 127 ; οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις], metaph. from a boil or abscess, Pl.Grg. 518e ;τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Plu.Sol.19
; also, of inflated style,οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ar.Ra. 940
, cf. Plu.Cic.26. -
12 σφύραινα
a the bicuda, Sphyraena spet;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφύραινα
-
13 σφυρόβολος
σφῡρόβολος, ὁ (or [suff] σφῦρ-ον, τό), instrument of unknown use, IG42(1).110.40 (Epid., iv B.C.), 11(2).165.8 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρόβολος
-
14 σφυρόν
Grammatical information: n.Meaning: `ankle, foot-joint' (Il.), metaph. `the lower part of a mountain' (Pi., Theoc. a.o.).Compounds: Compp., e.g. τανύ-σφυρος `with slender ankles' (h. Cer., Hes.); ἐπι-σφύρ-ια n. pl. `ankle-buckles' (Il.).Derivatives: σφυρόομαι `to tie one's ankle-buckles, to put on one's laced boots' (Carm. Pop. 7) with - ωτήρ, - ῆρος m. `shoe-strap' (LXX; cf. lit. on σφαιρωτήρ).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Zero grade verbal noun to σπαίρω [impossible because of σφ-], Skt. sphuráti etc., prob. inherited and identical with OHG spuri-halz `limping' (prop. *"knuckle-lame"?) except for the final vowel. To this from Germ. also OHG spor n. `foot-mark', sporo `spur' etc.; s. σπαίρω w. lit. The by-form σφυδρά pl. ( Act. Ap. 3, 7, pap. IIIp, H., gloss.) is folketymol. (after σφόδρα, - ός or σφυδῶν?; no decision gives Schwyzer 239 Zus. 2). -- The IE etym. cannot explain inital σφ- and must be given up.Page in Frisk: 2,835Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφυρόν
См. также в других словарях:
σφυρ' — σφυρί , σφυρίς large basket fem voc sg σφυρά , σφυρόν ankle neut nom/voc/acc pl σφυρά , σπυράς ball of dung fem voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφύρ' — σφύ̱ρᾱͅ , σφῦρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… … Dictionary of Greek
κοπανιά — η (Μ κοπανιά) 1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο 2. τραύμα από χτύπημα 3. φορά 4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά 5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή β) μια για πάντα, μια και καλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. ιά (πρβλ. κλοτσ ιά σφυρ ιά)] … Dictionary of Greek
λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… … Dictionary of Greek
σπύραθος — και πύραθος, ὁ, ἡ, Α στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ… … Dictionary of Greek
συνοδοντίς — ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία μεγάλου θύννου 2. ονομασία ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, οντος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς)] … Dictionary of Greek
σφύρα — η, ΝΜΑ το σφυρί νεοελλ. 1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα 2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το … Dictionary of Greek
υαινίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι, ύαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαινα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς), βλ. και λ. ύαινα] … Dictionary of Greek