Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφος

См. также в других словарях:

  • σφός — their masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σφά — σφός their neut nom/voc/acc pl σφά̱ , σφός their fem nom/voc/acc dual σφά̱ , σφός their fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόν — σφός their masc acc sg σφός their neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖς — σφός their fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοῖν — σφός their masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοῖς — σφός their masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοῖσι — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοῖσιν — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοῦ — σφός their masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφούς — σφός their masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»