Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφαιρο-ειδής

См. также в других словарях:

  • ζυγοειδής — ζυγοειδής, ές (Α) όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο ειδής, ωο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροειδής — ἠλεκτροειδής, ές (Α) αυτός που αναφέρεται στο ήλεκτρο, στο κεχριμπάρι, ή που μοιάζει με κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + ειδής (πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • ηλοειδής — ἡλοειδής, ές (Α) όμοιος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θηλοειδής — ές (Α θηλοειδής, ές) ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… …   Dictionary of Greek

  • ιξοειδής — ἰξοειδής, ές (Α) ιξώδης, κολλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καισαροειδής — καισαροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με καίσαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖσαρ + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καλαθοειδής — καλαθοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του. επίρρ... καλαθοειδῶς (Α) με σχήμα ή μορφή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • καλυκοειδής — ές (Α καλυκοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κάλυκα ή ο όμοιος με κάλυκα νεοελλ. φρ. «καλυκοειδή ή λαγυνοειδή κύτταρα» κύτταρα, τα οποία μαζί με τα κυλινδρικά αποτελούν το επιθήλιο τού βλεννογόνου υμένα τού λεπτού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»