-
1 συφεος
-
2 συφεός
-
3 συφεός
συφεόςhog-sty: masc nom sg -
4 συφεός
σῠφεός, ὁ, -
5 συφεός
-
6 συφεός
συφειός, συφεός: sty; συφεόνδε, to the sty. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συφεός
-
7 συφεοί
συφεόςhog-sty: masc nom /voc pl -
8 συφεούς
συφεόςhog-sty: masc acc pl -
9 συφεόν
συφεόςhog-sty: masc acc sg -
10 συφεόνδε
συφεόςhog-sty: indeclform (adverb) -
11 συφειος
-
12 συφός
-
13 συφειός
συφειός, ὁ, = συφεός, Od. 10, 389.
-
14 συφεών
-
15 συφειού
-
16 συφειοῦ
-
17 συφεοίς
-
18 συφεοῖς
-
19 συφεοίσιν
-
20 συφεοῖσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συφεός — hog sty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεός — και επικ. τ. συφειός, ὁ, Α χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ φ εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα εός (πρβλ. θηρ εός, κολ εός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το φ τού τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα φεός, προκύπτουν… … Dictionary of Greek
συφειοῦ — συφεός hog sty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῖς — συφεός hog sty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῖσιν — συφεός hog sty masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοί — συφεός hog sty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῦ — συφεός hog sty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεούς — συφεός hog sty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶν — συφεός hog sty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῷ — συφεός hog sty masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεόν — συφεός hog sty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)