-
1 συστρατιωτης
-
2 συστρατιώτης
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg -
3 συστρατιώτης
A fellow-soldier, X.An.1.2.26, Pl.R. 556c, Arist. EN 1159b28, OGI218.45 (pl., Ilium, iii B.C., συσστ-), PTeb. 793 iv 22 (pl., ii B.C., συνστ-), Ep.Phil.2.25: c. gen., τὸν ἑαυτῶν ς. Sammelb. 7456 (Ptolemaic, συνστ-), cf. Ostr. 1535 (ii B.C., συνστ-):—fem. [suff] συστρᾰτηγ-ῶτις, ιδος, metaph., Them.Or.15.197c;τύχῃ σ. χρῆσθαι J.BJ6.9.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστρατιώτης
-
4 συστρατιώτης
συστρατιώτης, ου, ὁ (s. στρατιώτης; X., Pla. et al.; BGU 814, 27 [soldier’s letter]; O. Wilck II, 1535 [II B.C.]; Jos., Ant. 4, 177) comrade in arms, fellow-soldier, in our lit. only fig. of those who devote themselves to the service of the gospel; as a term of honor (which in Polyaenus 8, 23, 22 makes the soldier equal to the commander-in-chief, and in Synes., Kingship 13 p. 12c makes the warrior equal to the king) applied to certain of Paul’s associates mentioned in Phil 2:25; Phlm 2 (on the Christian life as military service s. πανοπλία 2).—DELG s.v. στρατός. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συστρατιώτης
-
5 συστρατιώτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συστρατιώτης
-
6 συστρατιώτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συστρατιώτης
-
7 συστρατιώτης
ο товарищ по оружию; однополчанин -
8 συστρατιώτης
соратник, сослуживец (в армии), сподвижник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συστρατιώτης
-
9 συστρατιώτης
συ-στρατιώτης, Mitsoldat, Kriegsgefährte -
10 συστρατιώταις
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc dat pl -
11 συστρατιώτην
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc acc sg (attic epic ionic) -
12 συστρατιώτου
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc gen sg -
13 ξυστρατιώτας
συστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc acc plσυστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic doric aeolic) -
14 συστρατιώτας
συστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc acc plσυστρατιώτᾱς, συστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 συστρατιώτα
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc voc sgσυστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic) -
16 συστρατιῶτα
συστρατιώτηςfellow-soldier: masc voc sgσυστρατιώτηςfellow-soldier: masc nom sg (epic) -
17 ξυστρατιωτών
-
18 ξυστρατιωτῶν
-
19 ξυστρατιώται
-
20 ξυστρατιῶται
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συστρατιώτης — fellow soldier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, ώτιδος, Α στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα αρχ. το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρατιώτης] … Dictionary of Greek
συστρατιώτης — ο 1. συναγωνιστής. 2. αυτός που υπηρετεί μαζί με άλλον σε μια στρατιωτική μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστρατιῶτα — συστρατιώτης fellow soldier masc voc sg συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιωτῶν — συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιῶται — συστρατιώτης fellow soldier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώταις — συστρατιώτης fellow soldier masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτην — συστρατιώτης fellow soldier masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτου — συστρατιώτης fellow soldier masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτῃ — συστρατιώτης fellow soldier masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστρατιώτας — συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc acc pl συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)