-
1 ξυστρατιωτών
-
2 ξυστρατιωτῶν
См. также в других словарях:
ξυστρατιωτῶν — συστρατιωτῶν , συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ξυστρατιωτών
2 ξυστρατιωτῶν
ξυστρατιωτῶν — συστρατιωτῶν , συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)