-
1 συστρατιώτης
συ-στρατιώτης, Mitsoldat, Kriegsgefährte
См. также в других словарях:
συστρατιώτης — fellow soldier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατιῶτις, ώτιδος, Α στρατιώτης που υπηρετεί μαζί με άλλον κατά τον ίδιο χρόνο ή στην ίδια στρατιωτική μονάδα αρχ. το θηλ. συμβοηθός, συνεπίκουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρατιώτης] … Dictionary of Greek
συστρατιώτης — ο 1. συναγωνιστής. 2. αυτός που υπηρετεί μαζί με άλλον σε μια στρατιωτική μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστρατιῶτα — συστρατιώτης fellow soldier masc voc sg συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιωτῶν — συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιῶται — συστρατιώτης fellow soldier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώταις — συστρατιώτης fellow soldier masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτην — συστρατιώτης fellow soldier masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτου — συστρατιώτης fellow soldier masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρατιώτῃ — συστρατιώτης fellow soldier masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστρατιώτας — συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc acc pl συστρατιώτᾱς , συστρατιώτης fellow soldier masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)