Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πρηστήρων

См. также в других словарях:

  • πρηστήρων — πρηστήρ hurricane masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …   Dictionary of Greek

  • πρηστηροκράτωρ — ορος, ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού θεού) ο κύριος τών πρηστήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηστήρ «θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς» + κράτωρ (< κράτος, κρατώ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. πλουτο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»