-
1 συν-απο-τρέχω
συν-απο-τρέχω (s. τρέχω), mit od. zugleich weg- od. davonlaufen (?).
-
2 συν-εις-τρέχω
συν-εις-τρέχω (s. τρέχω), mit od. zugleich hineinlaufen, Appian.
-
3 συν-εκ-τρέχω
συν-εκ-τρέχω (s. τρέχω), mit od. zugleich hinauslaufen, bes. um einen Ausfall und Angriff zu machen; Xen. Ages. 2, 11 Hell. 4, 3, 17 u. Sp., wie Hdn. 4, 4; – auslaufen, ablaufen, bes. glücken, imperson., ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε, Pol. 12, 13, 5, vgl. 5, 33, 7, erklärt durch τῆς τύχης αὐτῷ συνεκδραμούσης 10, 40, 6; – auf Eins hinauslaufen, an Größe, Menge u. s. w. gleichkommen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 425.
-
4 συν-ανα-τρέχω
συν-ανα-τρέχω (s. τρέχω), mit oder zugleich hinauslaufen, Plut. Alex. 15 u. a. Sp.
-
5 συν-τρέχω
συν-τρέχω (s. τρέχω), 1) zusammenlaufen; κάϑυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, Soph. O. C. 158; ἐς τὴν ὁδόν, Her. 2, 121, 4; von Wolken, sich zusammenziehen, 1, 87; συνδεδράμηκε σχεδὸν ἅπασα ἡ πόλις, Luc. Alex. 13; – bes. a) im feindlichen Sinne, im Kampfe an einander gerathen, συνέδραμον, Il. 16, 335. 337, u. in späterer Prosa; συνδραμόντων ἐπ' αὐτοὺς τῶν ὁμοεϑνῶν, Pol. 2, 7, 6, u. öfter. – b) im freundlichen Sinne, übereinkommen, sich vereinigen; πολλή 'στ' ἀνάγκη τῇδε τοῠτο συντρέχειν, Soph. Trach. 294; αἱ γνῶμαι συνέδραμον εἰς τωὐτό, Her. 1, 53; συντρέχειν τοῖς κριταῖς, sich über die Wahl der Richter vereinigen, Xen. Cyr. 8, 2, 27; τοιαύτης συνδραμούσης προϑυμίας αὐτῷ, Pol. 8, 17, 6. – Daher c) übertr., übereinstimmen, zusammentreffen, zutreffen; χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ συντρέχει, Eur. Or. 1215; εἰς ταὐτὸ τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ το συμφέρον συνδεδράμηκε, Dem. 17, 9; οἱ χρόνοι συντρέχουσιν, Pol. 4, 2, 2, u. öfter. – d) zusammenlaufen, -schrumpfen, sich krümmen, wie Haare von der Hitze, Xen. Cyn. 10, 17. – 2) gemeinschaftlich, ebenfalls laufen, Plat. Polit. 266 c.
-
6 τρέχω
τρέχω, τρᾰχω (τρεχέτω; τρέχων, τράχον; τρέχειν: aor. ἔδραμον; δραμεῖν.)1 run ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμο̄ν ἀθρόοι ( ἔδραμον σὺν ὅπλοις coni. Bergk: came running) N. 1.51 τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων (sc. ὠαρίων: τρέχε τοι coni. Turyn) fr. 74. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν ( τρέφειν v. l.) fr. 106. 2. c. acc. cogn.,στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων Οἰωνός O. 10.65
met.,καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7
of time,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
-
7 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
8 ἐπι-συν-τρέχω
ἐπι-συν-τρέχω (s. τρέχω), dabei zusammenlaufen, N. T.
-
9 συναποτρέχω,
συν-απο-τρέχω, u. συν-απο-τροχάζω, mit od. zugleich weg- od. davonlaufen -
10 συναποτροχάζω
συν-απο-τρέχω, u. συν-απο-τροχάζω, mit od. zugleich weg- od. davonlaufen -
11 συνανατρέχω
-
12 συνειςτρέχω
συν-εις-τρέχω, mit od. zugleich hineinlaufen -
13 συνεκτρέχω
συν-εκ-τρέχω, mit od. zugleich hinauslaufen, bes. um einen Ausfall und Angriff zu machen; auslaufen, ablaufen, bes. glücken; auf eins hinauslaufen, an Größe, Menge usw. gleichkommen -
14 τραχω
τρέχω, τρᾰχω (τρεχέτω; τρέχων, τράχον; τρέχειν: aor. ἔδραμον; δραμεῖν.)1 run ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμο̄ν ἀθρόοι ( ἔδραμον σὺν ὅπλοις coni. Bergk: came running) N. 1.51 τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων (sc. ὠαρίων: τρέχε τοι coni. Turyn) fr. 74. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν ( τρέφειν v. l.) fr. 106. 2. c. acc. cogn.,στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων Οἰωνός O. 10.65
met.,καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7
of time,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
-
15 συντρέχω
συν-τρέχω, aor. 2 συνέδραμον: run or rush together, Il. 16.335 and 337.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συντρέχω
-
16 συντρέχω
συν-τρέχω, (1) zusammenlaufen; von Wolken: sich zusammenziehen; bes. (a) im feindlichen Sinne: im Kampfe an einander geraten; (b) im freundlichen Sinne: übereinkommen, sich vereinigen; συντρέχειν τοῖς κριταῖς, sich über die Wahl der Richter vereinigen. Daher (c) übertr., übereinstimmen, zusammentreffen, zutreffen; (d) zusammenlaufen, -schrumpfen, sich krümmen, wie Haare von der Hitze. (2) gemeinschaftlich, ebenfalls laufen -
17 ξυντρεχω
(fut. συνθρέξομαι и συνδραμοῦμαι, aor. 2 συνέδρᾰμον)1) сбегаться, сходиться для боя(ξιφέεσι Hom.; ἐπί τινα Polyb., и σ. τινί Plut.)
σ. ἐς χεῖρας Polyb. — сходиться врукопашную2) устремляться, бросатьсяτῷ μόρῳ ξ. Soph. — бросаться навстречу смерти
3) вместе бежать, сбегаться(ἐς τέν ὁδόν Her.; ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων NT.; συνδεδράμηκε ἅπασα ἥ πόλις Luc.)
4) сливаться, стекаться, смешиваться(ῥεύματί τινος Soph.)
5) перен. сходиться, соглашаться, совпадатьσ. τοῖς κριταῖς Xen. — сходиться в выборе судей;τοῦ χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ συντρέχει Eur. — время совпадает, т.е. судя по времени, так должно быть6) состязаться в беге(τινί Plat.)
7) загибаться, закручиваться(αἱ τρίχες συντρέχουσιν Xen.)
8) совместно участвовать -
18 συντρεχω
(fut. συνθρέξομαι и συνδραμοῦμαι, aor. 2 συνέδρᾰμον)1) сбегаться, сходиться для боя(ξιφέεσι Hom.; ἐπί τινα Polyb., и σ. τινί Plut.)
σ. ἐς χεῖρας Polyb. — сходиться врукопашную2) устремляться, бросатьсяτῷ μόρῳ ξ. Soph. — бросаться навстречу смерти
3) вместе бежать, сбегаться(ἐς τέν ὁδόν Her.; ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων NT.; συνδεδράμηκε ἅπασα ἥ πόλις Luc.)
4) сливаться, стекаться, смешиваться(ῥεύματί τινος Soph.)
5) перен. сходиться, соглашаться, совпадатьσ. τοῖς κριταῖς Xen. — сходиться в выборе судей;τοῦ χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ συντρέχει Eur. — время совпадает, т.е. судя по времени, так должно быть6) состязаться в беге(τινί Plat.)
7) загибаться, закручиваться(αἱ τρίχες συντρέχουσιν Xen.)
8) совместно участвовать -
19 слить
солью, сольшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ло, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слитый, βρ: слит, -а, -оρ.σ.μ.1. χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω• αδειάζω, εκκενώνω•слить молоко из двух битонов в один αδειάζω γάλα από δυο δοχεία σε ένα.
2. συ-γκερνώ. || συντήκω (για μέταλλα).3. μτφ. συνενώνω, συγχωνεύω• ενοποιώ.4. εκχύνω, ξεχύνω.5. αμ. παλ. εκρέω, χύνομαι, τρέχω.1. (συν)ενώνομαι.2. μτφ. συγχωνεύομαι. || συνδέομαι στενά.3. βλ. ενεργ. φ. (5 σημ.). -
20 ἐπισυντρέχω
См. также в других словарях:
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
συγκατατρέχω — Α τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek
συμπαραθέω — Α 1. τρέχω μαζί, παραπλεύρως με κάποιον άλλο 2. μτφ. παρακολουθώ κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραθέω «τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου»] … Dictionary of Greek
συμπεριθέω — Α 1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον 2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῡ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῑς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιθέω «τρέχω κυκλικά»] … Dictionary of Greek
συναναθέω — Α τρέχω συγχρόνως με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθέω «τρέχω, ανατρέχω»] … Dictionary of Greek
συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek
συνδιαθέω — Α κινούμαι βιαστικά εδώ και εκεί μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθέω «τρέχω εδώ και εκεί, διατρέχω»] … Dictionary of Greek
συνειστρέχω — ΜΑ συνεισβάλλω («τοὺς τῶν πολεμίων συνειστρέχοντας», Αιν. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰστρέχω «τρέχω μέσα»] … Dictionary of Greek
συνεκθέω — Α 1. σπεύδω προς τα έξω, εξορμώ μαζί με κάποιον 2. επεκτείνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθέω «τρέχω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
συνεπιτροχάζω — ΜΑ παθ. συνεπιτροχάζομαι (για λόγο) εκφωνούμαι επιτροχάδην, πολύ βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτροχάζω «τρέχω, καλπάζω»] … Dictionary of Greek
συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… … Dictionary of Greek