Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συν-διαφέρω

См. также в других словарях:

  • συνδιίστημι — ΜΑ (κυρίως το παθ.) συνδιίσταμαι διαφέρω ταυτόχρονα με άλλον αρχ. μέσ. διαχωρίζω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διίσταμαι «διαχωρίζομαι, διαφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»