Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συνόδους

См. также в других словарях:

  • συνόδους — οντος, ὁ, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους όταν κλείνει το στόμα 2. ονομασία ψαριού με πλατιά και πυκνά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + όδους (< ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. προ όδους)] …   Dictionary of Greek

  • συνόδους — σύνοδος 1 masc/fem acc pl σύνοδος 2 assembly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνόδους — συνόδους , σύνοδος 1 masc/fem acc pl συνόδους , σύνοδος 2 assembly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή …   Dictionary of Greek

  • Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …   Dictionary of Greek

  • σινόδους — και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, οντος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν… …   Dictionary of Greek

  • συνοδοντίτις — ίτιδος, ἡ, Α πολύτιμος λίθος στον εγκέφαλο τού ψαριού συνόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, όντος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • OFFICIALIS — Minister seu Apparitor Magistratuum; Paulus l. 5. sent. C. de Fisc. Advoc. Gloss. Graec. Lat. Ταξιωτὴς, Apparitor, Ossicialis. Spartian. in Caracalla, c. 6. Non ignorantibus Martiô Agrippâ, qui classi praeerat et praeterea plerisque Officialium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»