-
1 συντέλεια
συντέλεία η конец;η συντέλεια τού κόσμου прям., перен. — конец света; — светопреставление
-
2 συντέλεια
συντέλεια ηупотребляется в словосочетании συντέλεια του κόσμου — конец света, Второе Пришествие Христа, см. Δευτέρα, έσχατος, πλήρωμα του χρόνου -
3 συντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
4 συντέλεια
{сущ., 6}завершение, окончание, кончина, конец.Ссылки: Мф. 13:39, 40, 49; 24:3; 28:20; Евр. 9:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συντέλεια
-
5 συντέλεια
{сущ., 6}завершение, окончание, кончина, конец.Ссылки: Мф. 13:39, 40, 49; 24:3; 28:20; Евр. 9:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συντέλεια
-
6 συντελείᾳ
окончаниеокончании συντέλειαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συντελείᾳ
-
7 συντέλεια
окончаниеσυντελείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συντέλεια
-
8 συντέλεια
завершение, окончание, кончина, конец; LXX: (כָּלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συντέλεια
-
9 συντέλεια
[синтэлиа] ουσ. Θ. окончание, конец,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συντέλεια
-
10 συντέλεια
[синтэлиа] ουσ θ окончание, конец. -
11 συντελης
-
12 4930
{сущ., 6}завершение, окончание, кончина, конец.Ссылки: Мф. 13:39, 40, 49; 24:3; 28:20; Евр. 9:26.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4930
См. также в других словарях:
συντελεία — συντελείᾱ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελείᾳ — συντελείᾱͅ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντέλεια — joint contribution for the public burdens fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… … Dictionary of Greek
συντέλεια — η 1. τέλος του κόσμου: Πλησιάζει η συντέλεια του κόσμου. 2. θεομηνία, κοσμοχαλασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντέλειᾳ — συντέλειαι , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντελείας — συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem acc pl συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελείας — συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem acc pl συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντέλεια — συντέλεια , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελείαι — συντελείᾱͅ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελειῶν — συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen pl συντελειόω complete pres part act masc voc sg (doric aeolic) συντελειόω complete pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) συντελειόω complete pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)