-
1 ξυντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
2 συντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
3 ευτελεια
ион. εὐτελείη и εὐτελίη ἥ1) дешевизна(τῶν σιτίων Her.)
2) малоценность, незначительность, ничтожность(τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.)
εἰς εὐτέλειαν Arph. — по дешевке, т.е. плохо, аляповато3) бережливость, экономия Xen., Plat.ἐπ΄ εὐτελείᾳ Arph. — из экономии;
μετ΄ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. — с умеренными затратами, без расточительности;ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. — сократить расходы
См. также в других словарях:
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия