Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συντελεια

См. также в других словарях:

  • συντελεία — συντελείᾱ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελείᾳ — συντελείᾱͅ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντέλεια — joint contribution for the public burdens fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… …   Dictionary of Greek

  • συντέλεια — η 1. τέλος του κόσμου: Πλησιάζει η συντέλεια του κόσμου. 2. θεομηνία, κοσμοχαλασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντέλειᾳ — συντέλειαι , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντελείας — συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem acc pl συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελείας — συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem acc pl συντελείᾱς , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντέλεια — συντέλεια , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελείαι — συντελείᾱͅ , συντέλεια joint contribution for the public burdens fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελειῶν — συντέλεια joint contribution for the public burdens fem gen pl συντελειόω complete pres part act masc voc sg (doric aeolic) συντελειόω complete pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) συντελειόω complete pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»