-
1 συνναυτης
-
2 συνναύτης
συνναύτηςshipmate: masc nom sg -
3 συνναύτης
II pl., members of a guild of worshippers of Isis, IGRom.1.817.21 ([place name] Callipolis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνναύτης
-
4 συνναύτης
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse -
5 συνναύταις
συνναύτηςshipmate: masc dat pl -
6 συνναύταισι
συνναύτηςshipmate: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
7 συνναύτας
συνναύτᾱς, συνναύτηςshipmate: masc acc plσυνναύτᾱς, συνναύτηςshipmate: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 ξυνναυτών
-
9 ξυνναυτῶν
-
10 ξυνναύται
-
11 ξυνναῦται
-
12 συνναυτών
-
13 συνναυτῶν
-
14 συνναύται
-
15 συνναῦται
-
16 συνναύταν
συνναύτᾱν, συνναύτηςshipmate: masc acc sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
συνναύτης — shipmate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύτης — και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο 2. μέλος συντεχνίας ψαράδων 3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος … Dictionary of Greek
συνναυτῶν — συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναῦται — συνναύτης shipmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταις — συνναύτης shipmate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταισι — συνναύτης shipmate masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύτας — συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc acc pl συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνναῦται — συνναῦται , συνναύτης shipmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταν — συνναύτᾱν , συνναύτης shipmate masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)