Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνναύτης

См. также в других словарях:

  • συνναύτης — shipmate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναύτης — και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο 2. μέλος συντεχνίας ψαράδων 3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος …   Dictionary of Greek

  • συνναυτῶν — συνναύτης shipmate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναῦται — συνναύτης shipmate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναύταις — συνναύτης shipmate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναύταισι — συνναύτης shipmate masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναύτας — συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc acc pl συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνναῦται — συνναῦται , συνναύτης shipmate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνναύταν — συνναύτᾱν , συνναύτης shipmate masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»