-
1 ξυνναυτών
-
2 ξυνναυτῶν
См. также в других словарях:
ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ξυνναυτών
2 ξυνναυτῶν
ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)