-
1 συν-ναύτης
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse; Soph. Ai. 886; Eur. Cycl. 424; Plat. Rep. III, 389 c Polit. 297 a u. Sp., wie Luc.
-
2 χῑλιο-ναύτης
χῑλιο-ναύτης, στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
-
3 συνναύτης
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse -
4 συνναυτης
-
5 χιλιοναύτης
A with or of a thousand ships,στόλος Ἀργείων A.Ag.45
(anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT 141 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοναύτης
См. также в других словарях:
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek