-
1 συνεχομένη
συνόχωκαto be: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————συνόχωκαto be: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 συνεχομένῃ
Βλ. λ. συνεχομένη -
3 συνεχομένη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνεχομένη
-
4 συνέχω
συνέχω, [tense] aor. συνέσχον:—[voice] Med., [tense] fut. συνέξομαι in pass. sense, D. Ep.3.40: so συσχόμενος (v. infr.), Pl.Sph. 250d:—[voice] Pass., [tense] aor.Aσυνεσχέθην Epicur.Ep.2p.35U.
: [tense] fut. inf.συσχεθήσεσθαι Phld.Ir.p.97
W.:— hold or keep together, confine, secure, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον [θώρηκα] Il.4.133, 20.415; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος where the sinews of the elbow hold together, ib. 478 (but perh. meet, v. infr. 11); Ὠκεανός.. συνεῖχε σάκος enclosed, compassed it, Hes.Sc. 315; Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Pi.P.1.19; τὼ μηρὼ ς. hold them together, Ar.Nu. 966;τὰ σκέλη [τοῦ βρέφους] συνεχέτω Sor.1.101
;τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων Ar.V.95
; συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν closed or stopped their ears, Act.Ap.7.57; μηδὲ συσχέτω ἐπ' ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ let not the pit close its mouth upon me, LXX Ps.68(69).15, cf. Is.52.16; τὸ δέρμα σ. [τὰ ὀστᾶ] Pl.Phd. 98d; Ἄτλας ἅπαντα ς. ib. 99c;λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν LXX Je.2.13
:—[voice] Pass., τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος" trapped in a well, Pl.Tht. 165b; ὁ καρπὸς.. ἂν μὴ πλυθῇ.. συνέχεται sticks together, Thphr.HP3.15.4; τὸ στόμα οὐ συνεσχέθη ἔτι my mouth was no longer closed, LXX Ez.33.22.2 keep together, keep from dispersing, στράτευμα, δύναμιν, X.An.7.2.8, D.8.76;σ. ἐν τῷ χάρακι Plb.10.39.1
;ὥπλισε.. καὶ συνεῖχε τοῦ τείχους ἐντός Plu.Cam. 23
;περὶ Κύπρον σ. τὸ ναυτικόν Id.Cim.18
; continue, keep on, μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ (the flooding) PCair.Zen.155.5 (iii B.C.); keep,τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plu.Sol.22
, cf. 2.193e;προστάξαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς ὅπλοις συνέχειν ἑαυτόν, ὁ δὲ ἀπεδύσατο Ael. VH14.48
; preserve,οἱ ἅλες ἐπὶ πλεῖστον [τὰ σώματα] συνέχοντες Ph. 2.255
; maintain,σ. τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων D.S.16.61
:—[voice] Pass., to be continuous, Parm.8.23; to be maintained,πᾶσα ἕξις.. ὑπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων συνέχεται καὶ αὔξεται Arr. Epict.2.18.1
.b of social and political order, σ. πόλεις keep states together, keep them from falling to pieces, maintain them, E.Supp. 312, cf. And.1.9;τὸ φρονεῖν σ. δώματα E.Ba. 392
(lyr.), cf. 1308; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ς. Pl.Grg. 508a; , cf. Plt. 311c;σ. τὴν πολιτείαν D.24.2
;τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Arist.Pol. 1278b25
, cf. 1270b17;ὀρθῶς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὴν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων συνεῖχεν Plu.Per.22
; ἐν οἴνῳ τὰς ἀρχὰς συνεῖχε conducted the government over wine, Id.2.714b; alsoὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων καὶ συνέχων X.Mem.4.3.13
, cf. LXX Wi.1.7; ξ. τὴν εἰρεσίαν keep the rowers together, make them pull in time, Th.7.14:—[voice] Pass.,μετ' ἀλλήλων συνέχεσθαι Pl.Ti. 43e
.c keep together in friendship, (lyr.);τοὺς ἐρωμένους Ath.13.563e
:—[voice] Pass.,τὸ ὂν συνέχεται.. φιλίᾳ Pl.Sph. 242e
;τὰ πράγματα ὑπ' εὐνοίας D.11.7
.d [voice] Pass. also, engage in close combat,ἐγχειριδίοισι Hdt.1.214
; of sexual intercourse, Arist.HA 540a24, GA 731a19, Thphr.Char.28.3.e occupy or engage,ἑαυτὸν ἐν γυναιξὶ καὶ θιάσοις Plu.Cleom.34
; [γυναῖκα] συνέχειν ἐπὶ καπηλείου Id.2.785d
.3 contain, comprise, embrace, εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις ς. Pl.Hp.Mi. 374d; τὸ συνέχον the chief matter, Plb.2.12.3, Cic.Att.9.7.1, Gal.16.516;τὸ σ. καὶ κυριώτατον Phld.Lib. p.22
O.;τὰ συνέχοντα Plb.6.46.6
, Gal.15.2;τὰ σ. ἀγαθά Phld.D.1.25
: c. gen., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας the chief reason for.., Plb.28.4.2, cf. 4.51.1, 18.39.3; τῆς σωτηρίας the chief means of.., Id.10.47.11; τὰ σ. τῶν ἐγγράπτων the chief clauses, Id.3.27.1;τὸ σ. τῆς ἐννοίας Id.3.29.9
, cf. 4.5.5, 18.44.2:—[voice] Pass., τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτίας συνέχεσθαι is chiefly caused (cf. συνεκτικός) by.., Sor.2.4.4 detain, τὰς καμήλους ἐν τῇ Νεχθενίβιος (sc. κώμῃ) PMich.Zen.103.3 (iii B.C.); sequestrate, PEnteux.3.7, 85.3 (iii B.C.); keep under arrest, PMich.Zen.36.6 (iii B.C.), BGU1824.27 (i B.C.), Ev.Luc.22.63;προσαπήγαγέν με εἰς τὴν φυλακὴν καὶ συνέσχεν ἐφ' ἡμέρας δ ¯ PEnteux.83.7
(iii B.C.), cf. 84.11 (iii B.C.):—[voice] Pass.,συνέχομαι ἐμ φυλακῇ PPetr.2p.50
(iii B.C.), cf. PCair.Zen.347.3 (iii B.C.), PRyl. 65.11 (i B.C.), etc.; of things held as security, PCair.Zen.373.3 (iii B.C.).5 constrain or force one to a thing,ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σ. ἡμᾶς 2 Ep.Cor.5.14
; oppress, Ev.Luc.8.45, 19.43;ἡ σκληροκοιτία λυπεῖ καὶ σ. τὸ σῶμα Gal.15.196
:—used by early writers only in [voice] Pass., συνέχεσθαί τινι to be constrained, distressed, afflicted, and, generally, to be affected by anything whether in mind or body,πατρὶ συνείχετο.. χαλεπῷ Hdt.3.131
;ξ. τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Pherecr.11
; σ. πολέμῳ, δουληΐῃ, Hdt.5.23, 6.12; ; ; δίψῃ, πόνῳ, Th.2.49, 3.98;πυρετῷ Ev.Luc.4.38
; ;μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν Pl.Grg. 512a
;πάσῃ ἀπορίᾳ Id.Sph. 250d
;ἀγρυπνίαις IG42(1).122.50
(Epid., iv B.C.); τῷ λόγῳ (v.l. πνεύματι) Act.Ap.18.5;γέλωτι συσχεθέντα τελευτῆσαι D.L.7.185
;ἔρωτι συσχεθείς Conon 40.3
;ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου LXX Je.23.9
; συνεχομένη τῇ συνειδήσει ib.Wi.17.11.6 constrain, hinder, hold back, E.Rh.59; σύσχῃ τὸν οὐρανόν shut up the heaven, LXX De.11.17; συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ib.Ge.8.2; συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ the plague was stayed from Israel, ib.2 Ki.24.25: metaph.,ὑπὸ τοῦ γένους A.D.Adv.122.22
, cf. Synt.342.18.9 Gramm., σ. τὸ ἄρθρον to be accompanied by the article, A.D.Synt.35.2, al.II intr., meet, v. supr. 1.1; ; πρός τι to be connected with, S.E.P.1.145. -
5 ἐετῶς
A easily, Hsch., Suid. [full] ἐεχμένη· συνεχομένη, Hsch. [full] ἐϝέρην, v. εἴρω. [full] ἔζελεν· ἔβαλεν, Id. (cf. ζέλλω). [full] ἔζινεν· ἐπεσβέννυεν, Id. -
6 πυρετός
πυρετός, οῦ, ὁ (πῦρ, s. prec. entry) fever ([Il. 22, 31 ‘burning heat’]; Aristoph.; Hippocr.; SIG 1239, 20; 1240, 12; IDefixAudollent 74, 6; BGU 956, 2; POxy 924, 6; 1151, 35; Dt 28:22; TestSol 18, 20 and 23; Philo; Jos., Vi. 48) Lk 4:39. ἀφῆκεν αὐτὴν (αὐτὸν) ὁ πυρετός Mt 8:15; Mk 1:31 (JCook, NTS 43, ’97, 184–208); J 4:52. In the two passages foll. πυρ. is used w. συνέχεσθαι (cp. Diod S 36, 13, 3 παραχρῆμα πυρετῷ συνεσχέθη; Jos., Ant. 13, 398 πυρετῷ συσχεθείς; POxy 986, 33 ὄντα πυρετίοις συνεχόμενον), pl. (Demosth. et al.; Hippocr.: CMG I/1 p. 40, 1; 50, 6; w. δυσεντερία p. 57, 27f; 60, 27) πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ συνεχόμενον Ac 28:8. συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ suffering with a severe attack of fever Lk 4:38 (cp. Diod S 32, 10, 3 τῶν πυρετῶν μεγάλων συνεπιγινομένων; Galen, De Diff. Febr. 1, 1 vol. VII 275 Kühn σύνηθες τοῖς ἰατροῖς ὀνομάζειν τὸν μέγαν τε καὶ μικρὸν πυρετόν; Alexander of Aphrodisias, De Febribus Libell. 31 [JIdeler, Physici et Medici Graeci Minores I 1841, 105f] μικρούς τε καὶ μεγάλους ὀνομάζομεν πυρετούς; Aulus Cornel. Celsus 4, 14 magnae febres.—S. on this JSchuster, M.D., BZ 13, 1915, 338ff; HCadbury, JBL 45, 1926, 194f; 203; 207 note); GDunst, ZPE 3, ’68, 148–53 (fever-cult); WKirchschläger, Fieberheilung in Apg 28 und Lk 4: Les Actes des Apôtres etc., ed. JKremer ’79, 509–21. On fever in the Gr-Rom. world s. also PBurke, ANRW II Principat 37/3 ’96, 2252–81.—DELG s.v. πύρ. M-M. TW.
См. также в других словарях:
συνεχομένη — συνόχωκα to be pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχομένῃ — συνόχωκα to be pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ειρεσία — η (AM εἰρεσία) κωπηλασία αρχ. 1. ορμητική παλινδρομική κίνηση, συνεχόμενη γρήγορη κίνηση 2. το σύνολο τών κωπηλατών 3. το κουπί 4. στον πληθ. οι πάγκοι τών κωπηλατών … Dictionary of Greek
εντελογραφία — ἐντελογραφία, η (Μ) συνεχόμενη και όχι συγκεκομμένη γραφή, πλήρης γραφή τών λέξεων … Dictionary of Greek
επανάληψη — η (AM ἐπανάληψις) [επαναλαμβάνω] 1. η διεξαγωγή μιας πράξεως για μια ακόμη φορά ή συνεχώς («η επανάληψη των συνομιλιών») 2. ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση για έμφαση νεοελλ. 1. συνεχόμενη χρήση («επανάληψη… … Dictionary of Greek
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
περιπόρπημα — τό, Α [περιπορπώμαι] (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «συνεχομένη περόνη καὶ πόρπη, ὅ ἐστι κομβίον» … Dictionary of Greek
πυργωτός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας. * * * ή, ό / πυργωτός, ή, όν, ΝΑ [πυργῶ] αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» παραπετάσματα που… … Dictionary of Greek