Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συνεσταλμένως

См. также в других словарях:

  • συνεσταλμένως — contractedly indeclform (adverb) συστέλλω draw together perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσταλμένως — ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.) μσν. αρχ. με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. γραμμ. με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»