-
1 συνεσταλμένως
συνεσταλμένωςcontractedly: indeclform (adverb)συστέλλωdraw together: perf part mp masc acc pl (doric) -
2 συνεσταλμένως
A contractedly:I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c.II of a mode of life, simply, frugally,σ. ζῆν Plu.2.216e
, etc.; humbly, Poll.3.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεσταλμένως
-
3 συστέλλω
A draw together: shorten sail, (lyr.): Com. metaph.,συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq. 432
; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19;σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA 660a23
; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— [voice] Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA 701b15, Pr. 949a17, Sor. 1.7;τὸν ἀέρα.. τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50
;συνέσταλται.. τὸ θερμόν Id.Ign.13
;σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14
;εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3
; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16;ἐς βραχύ Luc.Icar.12
;τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20
; βραχίονας καὶ καρποὺς.. ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; - όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.2 contract, reduce, ; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα ς. D.18.246;σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al. 1423b24
;τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2
;τὴν ῥύσιν Sor.2.41
;τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2
:—[voice] Pass., draw cowering together,συσταλέντες.. σιγῇ καθήμεθ' E.IT 295
; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4;ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11
, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).b deprive of all food and drink,συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15
, cf. 86.3 humble, abase, τάτοι μέγιστα πολλάκις θεὸς.. συνέστειλεν E.Fr. 716
; ταπεινοῦντα καὶ ς. Pl.Ly. 210e;αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85
; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9
, 10:— [voice] Pass., to be lowered or cast down,συνέσταλμαι κακοῖς E.HF 1417
, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont.
ap. Ath.12.512b.4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 ([voice] Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.5 [ ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.II wrap closely up, shroud, , cf. Luc.Im.7:—[voice] Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib. 486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V. 424 (troch.), cf. Lys. 1042 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστέλλω
-
4 ᾤα
ᾤα (A), ἡ,A = μηλωτή, sheepskin, Hermipp.57 (anap.), cf. Poll.10.181, Hsch.;στέγασμα, εἴ τι βόλεστε, ἀποπέμψαι ἢ ὤας ἢ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς SIG1259
(Athens, iv B. C.).2 garment of this material, a sort of drawers or apron, used by bathers,περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Theopomp.Com.37
; ᾤαν λούμενος (Bentl. for λουμένῳ)προζώννυται Pherecr.62
; worn at certain sacred rites, Hermipp.53 (anap.).II = ὄα (B).1, border or fringe of a garment, = τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου, Ar. ap. Lex.Mess. p.411 (σὺν τῷ ῑ, but Phot. and Eust. cite (Fr. 228) the same play for ὀαὶ τῶν ἱματίων); τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος LXXPs.132(133).2
, cf. Gal.18(1).776, dub. cj. in Aen.Tact.31.23 (bis);ᾤαν ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου, ἔργον ὑφάντου, ἵνα μὴ ῥαγῇ LXXEx.28.28
, cf. 36.31; Eust. speaks of the χρυσῆ ᾤα of Odysseus, 1828.53.2 generally, edge,ἐς τὰν ἄνω ὠίαν τᾶς πέτρας GDI5075.59
([place name] Crete);ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον Longus 1.4
; τὰν βωίαν (i. e. ϝωίαν) A 24 ([place name] Crete); στεφάνυσι [δέ] ἑκατ' ὤιαν ἐκόσμιον summit, dub. in Corinn.Supp.1.26.—Gramm. vary in spelling,ὄα Poll.7.62
, Hdn.Gr.2.271; ὄα andᾤα Hsch.
;ᾦα Theognost.Can.106
;ὦα Eust.
(v. supr.), quoting Ael.Dion.Fr. 266 (whose lexicon gave both ὄα and ᾦα ) and an anonymous lexicon which gave ὀαὶ ἱματίων (ὀξυτόνως καὶ συνεσταλμένως, = Ar.Fr. 228): SIG1259 (v. supr.) is by a half-educated writer: Eust. considers ᾤα to be [var] contr. from οἰέη or ὀΐα, 877.53, 1828.51.------------------------------------ὤα (B),
См. также в других словарях:
συνεσταλμένως — contractedly indeclform (adverb) συστέλλω draw together perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσταλμένως — ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.) μσν. αρχ. με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. γραμμ. με… … Dictionary of Greek