-
1 συνδεδεμένος
συνδέωbind: perf part mp masc nom sg -
2 συνδέω
συνδέω fut. συνδήσω Ezk 3:26; 1 aor. συνέδησα LXX. Pass.: aor. συνεδέθην; pf. ptc. συνδεδεμένος LXX (s. prec. entry; Hom. et al.; pap, LXX; TestSol 8:1; En 101:6) to bind so as to constrain or confine (with), bind (with)ⓐ The force of σύν may be felt: bind someone with, put someone in chains with (Jos., Ant. 2, 70 δοῦλος συνδεδεμένος τῷ οἰνοχόῳ; 18, 196) ὡς συνδεδεμένοι as (though you were) fellow-prisoners Hb 13:3.ⓑ But ς. can also mean simply bind, imprison, so that the force of σύν is no longer felt (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 4 p. 332, 19 Jac.; Aristaen., Ep. 2, 2, 2 p. 171 [end] Herch.).—M-M. -
3 συνδέω
A bind or tie together, of two or more things,συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου Od.10.168
;σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον 22.189
;οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Hes.Fr. 121
;τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Pl.Euthphr.4c
; σ. γαύλους bind them together, side by side, Hdt.8.97, cf. Plb.1.22.9; δέλτον λύειν καὶ ς. fasten it up, E.IA 110; act as binding material,ὁ συνδέων πηλός CPR232.17
(ii/iii A.D.):— [voice] Pass., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν had their hands tied together, Demad.13; ἰσχία μὴ συνδεδεμένα flanks not well-knit, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Arist.Pr. 873a33.2 of persons, bind hand and foot, , cf. Hdt.9.119, S.Aj.62, Ph. 1016, E.Cyc. 238, etc.; λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν entangles itself, X Cyr. 1.6.40:—[voice] Pass., συνδεδεμένος constrained, cramped, Philostr.Im.2.21.3 bind up with, combine closely,σάρκας ὀστοῖς Pl.Ti. 84a
, cf. 73b, Smp. 202e, Tht. 160b; alsoτι ἀπό τινος Luc.Syr.D.29
; of parts growing together, Hp.Mul.1.40.4 generally, bind together, unite, [ἰσότης] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις ς. E.Ph. 538;τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις Pl.Lg. 875a
; ;σ. καὶ συνέχειν Id.Phd. 99c
; σ. τινὰ πενίᾳ bind him to.., Alciphr.3.49.II [voice] Med., σύνδησαι πέπλους gird up thy robes, E.Andr. 832 (lyr., Reiske for πέπλοις). -
4 ἀντάποτος
ἀντάπο-τος· συνδεδεμένος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντάποτος
См. также в других словарях:
συνδεδεμένος — συνδέω bind perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από … Dictionary of Greek
ζευκτός — και ζευτός, ή, ό (Α ζευκτός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό (στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή … Dictionary of Greek
καρφωτός — ή, ό (Μ καρφωτός, ή, όν) [καρφώνω] ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος νεοελλ. 1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί 2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά 3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek