-
1 συνδέω
A bind or tie together, of two or more things,συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου Od.10.168
;σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον 22.189
;οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Hes.Fr. 121
;τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Pl.Euthphr.4c
; σ. γαύλους bind them together, side by side, Hdt.8.97, cf. Plb.1.22.9; δέλτον λύειν καὶ ς. fasten it up, E.IA 110; act as binding material,ὁ συνδέων πηλός CPR232.17
(ii/iii A.D.):— [voice] Pass., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν had their hands tied together, Demad.13; ἰσχία μὴ συνδεδεμένα flanks not well-knit, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Arist.Pr. 873a33.2 of persons, bind hand and foot, , cf. Hdt.9.119, S.Aj.62, Ph. 1016, E.Cyc. 238, etc.; λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν entangles itself, X Cyr. 1.6.40:—[voice] Pass., συνδεδεμένος constrained, cramped, Philostr.Im.2.21.3 bind up with, combine closely,σάρκας ὀστοῖς Pl.Ti. 84a
, cf. 73b, Smp. 202e, Tht. 160b; alsoτι ἀπό τινος Luc.Syr.D.29
; of parts growing together, Hp.Mul.1.40.4 generally, bind together, unite, [ἰσότης] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις ς. E.Ph. 538;τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις Pl.Lg. 875a
; ;σ. καὶ συνέχειν Id.Phd. 99c
; σ. τινὰ πενίᾳ bind him to.., Alciphr.3.49.II [voice] Med., σύνδησαι πέπλους gird up thy robes, E.Andr. 832 (lyr., Reiske for πέπλοις).
См. также в других словарях:
διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… … Dictionary of Greek
αδιάζευκτος — η, ο (Α ἀδιάζευκτος, ον) [διαζευγνύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο αρχ. αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος … Dictionary of Greek
διαζευκτικός — ή, ό (Α διαζευκτικός, ή, όν) [διαζευγνύω] 1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει 2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος … Dictionary of Greek
διαζυγία — διαζυγία, η (Α) [διαζευγνύω] η διάζευξη … Dictionary of Greek
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
διεζευγμένος — η, ο (AM διεζευγμένος, η, ον) [διαζευγνύω] χωρισμένος (από τον ή τη σύζυγο) … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ՔԵՑԵՄ — (եցի.) NBH 2 1005 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ն. ἁπάγω abduco ἁποκλείω, διαζεύγνυω, νυμι disjungo disgrego. Իբրու խզելով ʼի բաց քարշել՝ կորզել. (որպէս եւ արաբ. է քեցել, եւ խզել.) քերքել. հերքել. ʼի բաց առնել. մեկնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)