-
1 συναντώ
[синандо] р. встречатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναντώ
-
2 встречать
встречатьнесов1. συναντώ, (συν)α-παντῶ, ἀνταμώνω·2. (получать, испытывать) συναντώ, βρίσκω:\встречать отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· \встречать затруднения συναντώ δυσκολίες·3. (принимать) ὑποδέχομαι·4. (выходить навстречу) προϋπαντώ, ὑποδέχομαι, βγαίνω νά προϋπαντήσω· ◊ \встречать Новый год γιορτάζω τήν πρωτοχρονιά. -
3 встретить
встретить 1) συναντώ 2) (принять) υποδέχομαι· тепло \встретить υποδέχομαι θερμά \встретиться συ ναντιέμαι* * *1) συναντώ2) ( принять) υποδέχομαιтепло́ встре́тить — υποδέχομαι θερμά
-
4 застать
застать βρίσκω, συναντώ \застать врасплох αιφνιδιάζω" я его не \застатьл δεν τον βρήκα* * *βρίσκω, συναντώзаста́ть враспло́х — αιφνιδιάζω
я его́ не заста́л — δεν τον βρήκα
-
5 натолкнуться
-
6 отпор
отпор, м η απόκρουση· дать \отпор αποκρούω· получить \отпор συναντώ αντίσταση* * *мη απόκρουσηдать отпо́р — αποκρούω
получи́ть отпо́р — συναντώ αντίσταση
-
7 нарываться
нарыватьсянесов разг πέφτω πάν συναντώ:\нарываться на кого-л. συναντώ κάποια ἀναπάντεχα· \нарываться на грубость συναν ἀγενή συμπεριφορά· \нарываться на неприятное· βρίσκω μπελάδες. -
8 случайно
случайно1. нареч τυχαία, τυχαίως, κατά τύχην:встретить \случайно συναντώ τυχαία, συναντώ κατά τύχην2. вводн. сл. μήπως τυχόν, μπας καί, κατά σύμπτωση:вы, \случайно, не домой идете? μήπως τυχόν (или μπας καί) πηγαίνετε σπίτι;· ◊ не \случайно δέν εἶναι τυχαίο. -
9 встретить
-ечу, -етишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встреченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. συναντώ, ανταμώνω, απαντώ, βλέπω, βρίσκω, εντυγχάνω•встретить на дороге συναντώ στο δρόμο•
я -ил его случайно τον αντάμωσα τυχαία.
2. υποδέχομαι, προύπαντώ, καλωσορίζω, δεξιούμαι•встретить гостей καλωσορίζω τους φιλοξενούμενους•
встретить на аэродроме делегацию υποδέχομαι στο αεροδρόμιο την αντιπροσωπεία.
|| υποδέχομαι•встретить насмешками υποδέχομαι με κοροϊδίες.
εκφρ.встретить Новый Год – κάνω Πρωτοχρονιά, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά,1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι, απαντιέμαι.2. συναντιέμαι γι αγώνα•на ринге -лись боксёры στο στίβο συναντήθηκαν οι πυγμάχοι.
3. συναντιέμαι, τυχαίνω να είμαι, να υπάρχω•в книге -лись интересные места στο βιβλίο υπήρξαν ενδιαφέροντα σημεία.
-
10 нарваться
-вусь, -вшься, παρλθ. χρ. нарвался, -валась, -валосьρ.σ.συναντώ απρόπτα, πέφτω επάνω• τρακάρω•нарушитель границы -лся на пограничника ο παραβάτης των συνόρων έπεσε πάνω στο φρουρό.
συναντιέμαι (με κάποιον ή κάτι ανεπιθύμητο ή αντιπαθητικό)•нарваться на негодяя πέφτω πάνω σε παλιάνθρωπο•
нарваться на неприятности συναντώ δυσάρεστα (πράγματα).
-
11 встречатьться
встречать||ться1. (с кем-л., с чем-либо) συναντιέμαι, συναντώμαι, ἀνταμώνομαι:мы с ним часто \встречатьтьсяемся συναντώ-μεθα (или ἀνταμώνουμε) συχνά·2. (попадаться, случаться) βρίσκομαι, ἀπαντώ, ἀπαντώμαι:это слово часто \встречатьтьсяется ἡ λεξις ἀπαντᾶ (или βρίσκεται) συχνά. -
12 нападать
нападать Iсов πέφτω (σέ μεγάλη ποσότητα).нападать IIнесов1. ἐπιτίθεμαι (κατά), ἐπιπίπτω, ἐφορμῶ:\нападать врасплох ἐπιπίπτω αἰφνιδίως·2. (случайно встречать) συναντώ·3. (о чувстве, состоянии) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι:на меня часто нападает тоска συχνά μέ πιάνει στενοχώρια. -
13 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
14 неожиданно
неожи́данн||онареч ἀπροσδόκητα, αἰφνιδίως, ἀπρόοπτα [-ως], ξαφνικά, ἐξαφνα, ἀναπάντεχα \неожиданно встретить кого́-л. συναντώ κάποιον ξαφνικά (или ἀναπάντεχα)· \неожиданно остановиться σταματώ εξαφνα. -
15 нос
носм1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος. -
16 отпор
отпорм ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω. -
17 повстречать
повстречатьсов разг συναντώ, συ-ναπαντῶ, ἀνταμώνω, τυχαίνω. -
18 сопротивление
сопротивлениес1. ἡ ἀντίσταση [-ις]/ ἡ ἀντίδραση [-ις], ἡ ἐναντίωση [-ις] (противодействие):оказывать \сопротивление ἀντιστέκομαι, φέρω ἀντίστασιν, ἀνθίσταμαι· встречать \сопротивление συναντώ ἀντίσταση· сломить \сопротивление τσακίζω τήν ἀντίσταση· без \сопротивлениея χωρίς ἀντίσταση· без всякого \сопротивлениея ἀμαχητί·2. тех. ἡ ἀντοχή:\сопротивление материалов ἡ ἀντοχή τῶν ὑλικών ◊ движение \сопротивлениея τό κίνημα τής ἀντίστασης· идти́ по линии наименьшего \сопротивлениея ἀκολουθώ τόν εὐκολο δρόμο. -
19 встречать
[φστριτσάτ"] ρ. συναντώ -
20 встречать
[φστριτσάτ"] ρ συναντώ
См. также в других словарях:
συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… … Dictionary of Greek
συναντώ — συναντάω / συναντώ (παρατατ. συνήθως ούσα), συνάντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναντώ — συνάντησα, συναντήθηκα 1. βρίσκω κάποιον κάπου, ανταμώνω με κάποιον: Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο. 2. αντιμετωπίζω αντίπαλο: Θα συναντηθεί την Κυριακή με έναν ισχυρό αντίπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναντῶ — συναντάω meet face to face pres imperat mp 2nd sg συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
συνάντομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ αρχ. (ειδικά) συναντώ σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»] … Dictionary of Greek
αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… … Dictionary of Greek
απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek