Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συναντώ

  • 41 столкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. столкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σπρώχνω, ωθώ•

    столкнуть лодку в воду σπρώχνω τη βάρκα στο νερό•

    столкнуть кого-л. с лестницы σπρώχνω (ρίχνω κάτω) κάποιον από τη σκάλα.

    || σπρώχνω ελαφρά, σκουντώ.
    2. συγκρούω, χτυπώ•

    столкнуть бильярдные шары χτυπώ τις σφαίρες του μπιλιάρδου.

    || μτφ. φέρω σε σύγκρουση, σε αντίθεση.
    3. μτφ. φέρω σε επαφή, γνωρίζω•

    столкнуть с жизнью γνωρίζω με τη ζωή•

    столкнуть с трудностями γνωρίζω με τις δυσκολίες.

    1. συγκρούομαι•

    льдины -лись οι ογκόπαγοι συγκρούστηκαν.

    || μτφ. έρχομαι σε σύγκρουση, σε αντίθεση.
    2. τρακάρω, συναντιέμαι απρόοπτα, πέφτω επάνω. || συναντιέμαι, γνωρίζομαι (για πρώτη φορά)•

    столкнуть с трудностями συναντώ για πρώτη φορά δυσκολίες•

    вражеские военные корабли -лись τα εχθρικά πολεμικά καράβια συγκρούστηκαν.

    3. συρρέω, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > столкнуть

  • 42 увидеть

    ρ.σ.
    1. βλ. видеть (1 σημ.).
    2. καταλαβαίνω, εννοώ. || παρασταίνω, φαντάζομαι. || συναντώ.
    εκφρ.
    увидим или поживм-уви-дим – θα δούμε• αν θα ζήσομε, θα δούμε (στο μέλλον θα φανεί).
    βλέπομαι, συναντ ιέ-μαι•

    мы снова -имся πάλι θα ιδωθούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > увидеть

  • 43 часто

    επίρ.
    συχνά, τακτικά•

    я часто его встречаю εγώ συχνά τον συναντώ.

    || γοργά, γρήγορα. || πυκνά•

    деревья посажены часто τα δέντρα είναι πυκνοφυτευμένα.

    Большой русско-греческий словарь > часто

См. также в других словарях:

  • συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… …   Dictionary of Greek

  • συναντώ — συναντάω / συναντώ (παρατατ. συνήθως ούσα), συνάντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναντώ — συνάντησα, συναντήθηκα 1. βρίσκω κάποιον κάπου, ανταμώνω με κάποιον: Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο. 2. αντιμετωπίζω αντίπαλο: Θα συναντηθεί την Κυριακή με έναν ισχυρό αντίπαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναντῶ — συναντάω meet face to face pres imperat mp 2nd sg συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • συνάντομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ αρχ. (ειδικά) συναντώ σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»] …   Dictionary of Greek

  • αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… …   Dictionary of Greek

  • απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»