-
1 συνανακομιζεσθαι
восстанавливать вместе, помогать восстановить(τινι τοὺς νόμους Polyb.)
-
2 συνανακομίζεσθαι
συνανακομίζωhelp: pres inf mp
См. также в других словарях:
συνανακομίζεσθαι — συνανακομίζω help pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)