-
1 συνανακομιζεσθαι
восстанавливать вместе, помогать восстановить(τινι τοὺς νόμους Polyb.)
См. также в других словарях:
συνανακομίζεσθαι — συνανακομίζω help pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνανακομιζεσθαι
(τινι τοὺς νόμους Polyb.)
συνανακομίζεσθαι — συνανακομίζω help pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)