-
1 συνήγοροι
συνήγοροςspeaking with: masc /fem nom /voc pl -
2 δοκιμαστής
δοκιμαστής, ὁ, der Prüfende, Untersuchende, Plat. Legg. VII, 802 b; Lys. 26, 16; τοῠ πράγματος, Dem. 58, 3. Bei B. A. 89 als besserer Ausdruck für ἀργυρογνώμων bemerkt (vgl. ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ, Men. bei Stob. flor. 72, 2); ibd. 238 bes. auf den bezogen, der Maaß und Gewicht prüft. – Dah. = der etwas billigt; Dem. vrbdt οὐ μόνον συνήγοροι ἀλλὰ καὶ δοκιμασταὶ τῶν τούτῳ πεπραγμένων 21, 127; D. Cass. 38, 4.
-
3 ἀπο-φρἁσσω
ἀπο-φρἁσσω, att. - φράττω, verzäunen, absperren, τὰς τοῦ πνεύματος ἐξόδους Plat. Tim. 91 c; verstopfen, τὰς ἀκοάς Luc. Philop. 1; ἀποφραττόμενοι οἱ συνήγοροι, denen das Maul gestopft wird, Luc. Iup. Trag. 22; ἀποφράξασϑαί τινα, Einem den Weg verrammen, Thuc. 8, 104.
-
4 защита
защи́т||аж1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:\защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·4. спорт. ἡ ᾶμυνα. -
5 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες). -
6 εὐτρεπής
A readily turning: hence generally, prepared, ready,εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba. 440
; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib. 844;εὐτρεπῆ.. τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4
; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ;τούτων -πῶν γενομένων Plb.6.26.10
; also of persons,εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18
; συνήγοροι.. καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.;εὐ. πρός τι D.H.2.3
, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, ἔχειν to be in a state of preparation, D.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτρεπής
-
7 συνηγορικός
II τὸ ς. advocate's fee, paid to public συνήγοροι, Ar. V. 691, cf. Sch. ad loc.: in Egypt, Ostr. 1537 (ii B.C.), PLeid.F.ap. Wilcken Ostr.i p.302.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηγορικός
-
8 συνήγορος
συνήγορ-ος ([dialect] Aeol., etc. [full] συνάγορος [pron. full] [ᾱ] IG12(2).526b28 (Eresus, iv B.C.), etc.), ον, ([etym.] ἀγορά)A speaking with, of the same tenor with, μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξ. S.Tr. 1165:—as Subst., one who agrees with another,συνήγορόν μ' ἔχεις A.Ag. 831
.II advocate, ἐάν τις.. σ. ὢν λαμβάνῃ χρήματα ἐπὶ ταῖς δίκαις ταῖς ἰδίαις ἢ δημοσίαις Lex ap.D.46.26:1 public advocate, chosen by the state, e.g. at Athens, to defend laws against proposed changes before the νομοθέται, D.24.36; or to conduct public prosecutions, Ar.Ach. 715 (troch.), Eq. 1358, V. 482 (troch.), Decr. ap. Plu.2.833f; also ten appointed by lot annually to represent the state at the εὔθυναι of magistrates, Arist.Ath.54.2; two appointed by εἰσαγωγεῖς in connexion with assessments of tribute, IG12.63.8 (dub.); in Boeotia the magistrates in charge of the εὔθυναι were called συνήγοροι, ib.7.303.26 ([place name] Oropus), cf.Arist.Pol. 1322b11.b σ. τοῦ ἱερωτάτου ταμιείου, = Lat. advocatus fisci, Ath.Mitt.25.124 (Lydia, ii/iii A.D.);σ. τοῦ ἐν Φρυγίᾳ ταμιείου καὶ τοῦ ἐν Ἀσίᾳ IGRom.4.819
([place name] Hierapolis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήγορος
-
9 ὁμήγοροι
ὁμήγοροι· ἰσάγοροι, ἐν ταὐτῷ συνήγοροι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμήγοροι
-
10 ὁμηρτῆρες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμηρτῆρες
См. также в других словарях:
συνήγοροι — συνήγορος speaking with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Синегоры — (συνήγοροί) так назывались в Афинах профессиональные адвокаты или защитники на суде, которые за вознаграждение писали всякому желающему речи и давали консультации. Первый, кто создал профессию С., был Антифонт. Участие С. на суде разрешалось в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… … Dictionary of Greek
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
ЛОГИСТЫ — • Λογισταί, так назывались в Афинах главные ревизоры, принимавшие от должностных лиц отчет в израсходованных ими общественных деньгах. Их было прежде 30, потом 10. Помощниками их были ε ύθυνοι, контролеры, тоже числом 10 (по одному от … Реальный словарь классических древностей
Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… … Wikipedia
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
Синегоры — (греч. συνήγοροί) в Афинах профессиональные адвокаты или защитники на суде, которые за вознаграждение писали всякому желающему речи и давали консультации. Первый, кто создал профессию С., был Антифонт. Участие С. на суде разрешалось в случаях… … Википедия
Экклесия — Пникс трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία) в … Википедия