-
1 συμφωνία
συμφωνίᾱ, συμφωνίαconcord: fem nom /voc /acc dualσυμφωνίᾱ, συμφωνίαconcord: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συμφωνίαι, συμφωνίαconcord: fem nom /voc plσυμφωνίᾱͅ, συμφωνίαconcord: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συμφωνία
συμφωνία, ας, ἡ (s. σύμφωνος; Pla. et al.; pap, LXX; EpArist 302; Philo; Jos., C. Ap. 2, 170; 179; Tat. 12, 3) in our lit. only in one pass., as a term dealing w. music Lk 15:25. It is variously interpreted:① the sound produced by several instruments, music (Paradoxogr. Flor. 43).② a group of performing musicians, band, orchestra (PFlor 74, 5; 18; POxy 1275, 9; 12; 24 συμφωνία αὐλητῶν καὶ μουσικῶν).③ a wind instrument (Polyb. 26, 1, 4 μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας; Athen. 13, 594e χορῷ μεγάλῳ κ. παντοίοις ὀργάνοις κ. συμφωνίαις; Da 3:5, 15 v.l. Loanw. in rabb. w. the mng. ‘double flute’ [Billerb. IV 396, 400]). Acc. to PBarry, JBL 23, 1904, 180ff; 27, 1908, 99ff a kind of bagpipe. Against this GMoore, JBL 24, 1905, 166ff. PSchmitt-Pantel, La cité au banquet, histoire des repas publics dans les cités grecques ’92 (s. SEG XLII, 1746 on vocabulary of banquets).—DELG s.v. φωνή. M-M. TW. Spicq. Sv. -
3 συμφωνια
ἥ1) созвучие, стройное звучание, стройность(ἐν ᾠδῇ Plat.)
σ. (ἐστὴ) λόγος ἀριθμῶν Arst. — созвучие есть числовое соотношение2) созвучность, согласованность, согласиеσ. τινὸς ἑαυτῷ Plat. — внутренняя согласованность чего-л.
3) симфония (род ударного музыкального инструмента у египтян, парфян и др.) Polyb., Diod., Plut.4) pl. музыка или пение(συμφωνίαι καὴ χοροί NT.)
-
4 συμφωνία
η1) согласие; согласованность; гармония;αμοιβαία συμφωνία — взаимное согласие;
σε ( — или εν) συμφωνία — согласованно;
2) договорённость, уговор; договор, соглашение; сделка; контракт; пакт; конвенция;διμερής συμφωνία — двустороннее соглашение;
καταλήγω σε συμφωνία — приходить к соглашению, достигать соглашения;
κάνω (κλείνω — или συνωμολογώ) συμφωνία με τούς εξης όρους — заключить договор, контракт, сделку на следующих условиях;
παραβιάζω ( — или παραβαίνω) τη συμφωνία — нарушать договор, соглашение;
3) сходство, соответствие;συμφωνία χαρακτήρων — сходство характеров;
4) условие;με τη συμφωνία ότι ( — или να)... — с условием, что...;
5) грам, согласование;συμφωνία των χρόνων των ρημάτων — согласование времён;
6) муз. симфония -
5 συμφωνίᾳ
Βλ. λ. συμφωνία -
6 συμφωνία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συμφωνία
-
7 συμφωνία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συμφωνία
-
8 συμφωνία
музыка (производимая группой инструментов); возм. пение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συμφωνία
-
9 συμφωνία
[симфониа] ουσ. Θ. согласие, согласованность, соответствие, соглашение, сговор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμφωνία
-
10 συμφωνία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-5-1=6 Dn 3,5; DnTh 3,7.10.15Cf. BARRY 1904, 180-190; MOORE 1905, 166-175; SPICQ 1978a, 847-850; →TWNT -
11 συμφωνία
[симфониа] ουσ θ согласие, согласованность, соответствие, соглашение, сговор. -
12 συμφωνία
l'acord -
13 συμφωνία
συμφων-ία, ἡ,A concord or unison of sound,τὴν ἐν τῇ ᾠδῇ ἁρμονίαν, ἢ δὴ σ. καλεῖται Pl.Cra. 405d
;ἡ γὰρ ἁρμονία σ. ἐστί, σ. δὲ ὁμολογία τις Id.Smp. 187b
, cf. R. 430e;λόγος ἀριθμῶν ἐν ὀξεῖ ἢ βαρεῖ Arist.AP0.90a18
, cf. de An. 426a29; .2 of two sounds only, musical concord, accord, such as the fourth, fifth, and octave, Pl.R. 531a, 531c; ἡ διὰ πασῶν ς. Arist.Pr. 921a13, cf. Hp.Vict.1.8; distd. from mere ὁμοφωνία, Arist.Pol. 1263b35.3 harmonious union of many voices or sounds, concert, οἱ τῶν σ. λόγοι, the Pythag. doctrine of the music of the spheres, Id.Cael.290b22, cf. IG14.793 ([place name] Naples).II metaph., harmony, agreement, Pl.Lg. 689d, Arist.Pol. 1334b10;σ. τις καὶ ἰσότης Thphr.Fr.89.8
;σ. τῷ λόγῳ Pl.R. 401d
;σ. [τῆς ψυχῆς] ἑαυτῇ Id.Ti. 47d
; μείξας πάντα κατὰ συμφωνίαν, of a cook, Damox.2.54; unanimily,σ. τῶν ἱστορησάντων Gal.15.134
; opp. διαφωνία, ib. 440; concordance, of theory with observed fact, ἔχειν τοῖς φαινομένοις ς. Epicur.Ep.2p.36U., cf. Phld.Mort.10; also ἡ πρὸς τὰ πάθη ς. Polystr.p.15 W.: in concrete sense, ἡ σ., = τὸ συμπεφωνημένον (cf.συμφωνέω 11.2
), the amount agreed upon, Ostr.364 (i A.D.).III band, orchestra,Ἑλληνικά 1.19
(Gytheum, i A.D.), PFlor.74.5 (ii A.D.), POxy.1275.9 (iii A.D.), and so perh. in Plb.26.1.4, 30.26.8, but used of a musical instrument in LXXDa.3.5; so Lat. symphonia, of a kind of drum, Isid.Etym.3.22.14, but of a wind instrument, Plin.HN8.157; symphoniae et cymbala strepitusque, Cels.3.18.10;ἤκουσε συμφωνίας καὶ Χορῶν Ev.Luc.15.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφωνία
-
14 συμφωνία
συμ-φωνία, ἡ, das Zusammenstimmen, -klingen, der Einklang, auch übertr. In der alten Musik: (1) die drei Konsonanzen der Quarte, Quinte u. Octave, διὰ τεσσάρων, διὰ πέντε, διὰ πασῶν, sc. χορδῶν, die dah. zusammen τὰ σύμφωνα heißen, während die übrigen Intervalle, welche zur ἐμμέλεια gehören, ἐμμελῆ genannt werden; (2) ein Koncert (von mehrern Stimmen oder Instrumenten im Einklang) -
15 συμφωνία
cоглаcноcтcпогодбаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > συμφωνία
-
16 συμφωνία
anlaşma, mutabakat -
17 συμφωνία
1) abattement2) accord3) alliance4) arrangement5) symphonie -
18 συμφωνία
1) akord (m) rzecz.2) porozumienie (n) rzecz.3) symfonia (f) rzecz.4) ugoda (f) rzecz.5) układ (m) rzecz.6) umowa (f) rzecz.7) zgoda (f) rzecz.8) zgodność (f) rzecz. -
19 συμφωνία
1) akord2) dohoda3) shoda4) smlouva5) souhlas6) soulad7) symfonie8) ujednání9) úmluva -
20 συμφωνία
1) accord2) agreement3) concord4) symphonyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμφωνία
См. также в других словарях:
συμφωνία — συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc/acc dual συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek
συμφωνία — η 1. σύμπτωση απόψεων και αντιλήψεων: Οιδιαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. – Σφράγισαν τη συμφωνία με μια θερμή χειραψία. 2. ομοιότητα ιδιοτήτων: Συμφωνία χαρακτήρων. 3. είδος μουσικής σύνθεσης: Η κρατική ορχήστρα θα εκτελέσει απόψε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνίᾳ — συμφωνίαι , συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαι — συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
συμφωνιῶν — συμφωνία concord fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)