-
101 унисон
η ομοηχίαη αρμονίαв - εν ομοφωνία, εν συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > унисон
-
102 взаимный
взаи́мн||ыйприл ἀμοιβαίος:\взаимныйое согласие ἡ ἀμοιβαία συμφωνία (или συγκατάθεσις)· \взаимныйая зависимость ἡ ἀλληλοεξάρ-τηση· \взаимныйый глагол грам. τό ἀλληλοπα-θές ρήμα. -
103 гармония
гармонияж1. (благозвучие) ἡ εὐφω-νία/ муз. ἡ ἀρμονία·2. (согласованность, соответствие) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία/ ἡ ὁμοφωνία, ἡ ὁμόνοια (единомыслие). -
104 двусторонней
двустороннейприл1. δίπλευρος, διπλούς, διμερής:\двустороннейее воспаление легких ἡ διπλή περιπνευμονία· \двустороннейяя ткань ὑφασμα μέ δύο ὀψεις·2. (обоюдный) διμερής, ἀμοιβαίος:\двустороннейее соглашение ἡ διμερής συμφωνία. -
105 договариваться
договаривать||ся1. συνάπτω συμφωνία[ν], συμβάλλομαι, συνομολογώ, συμφωνώ (приходить к соглашению)/ συνεννοούμαι, συμφωνώ μέ κάποιον (уславливаться ὁ чем-л.)/ διαπραγματεύομαι (вести переговоры):\договариватьсяся с кем-л. συμφωνώ (или συνεννοούμαι) μέ κάποιον2. (до чего-л.) разг:\договариватьсяся до абсурда φτάνω νά λέω ἀνοησίες, φτάνω νά λέω παράλογα πράγματα· ◊ Высокие Договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη, οἱ ὑψηλοί συμβαλλόμενοι. -
106 договоренность
договоренностьж ἡ συνεννόηση [-ις], ἡ συμφωνία. -
107 законтрактовать
законтрактоватьсов, законтрактовывать несов1. κλείνω συμφωνία·2. (рабочих и т. п.) προσλαμβάνω μέ συμβόλαιο. -
108 конвенция
конвенцияж ἡ σύμβαση [-ις], ἡ συμφωνία:международная \конвенция ἡ διεθνής σύμ-βαση [-ις]· -
109 консонанс
консонансм муз. ἡ συμφωνία, ἡ συν-ήχηση [-ις]. -
110 лад
ладм1. (согласие, мир) ἡ ἀρμονία, ἡ συμφωνία, ἡ ὁμόνοια:жить в \ладу́ ζῶ ἐν ὁμονοία· не в \ладах σέ διχόνοια· петь в \лад τραγουδώ ἀρμονικά·2. (способ, манера) разг ὁ τρόπος:на новый \лад μέ καινούργιο τρόπο· на ра́зные \лады μέ διαφορετικούς τρόπους·3. муз. ὁ τρόπος, ὁ τόνος:мажорный \лад ὁ μείζων τόνος, ὁ μείζων τρόπος, τό μαζόρε· минорный \лад ὁ ἐλασσον τόνος, ὁ ἐλάσσων τρόπος, τό μινόρε·4. (гармоники и т. ἡ.) τό πλήκτρο[ν]· ◊ дело идет на \лад ἡ δουλειά στρώνει. -
111 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
112 обоюдный
обоюдн||ыйприл ἀμοιβαίος, κοινός:по \обоюдныйому согласию μέ ἀμοιβαία (или κοινή) συμφωνία. -
113 объявлять
объявлятьнесов1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:\объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:\объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:\объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό14. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:\объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι). -
114 предварительный
предварительн||ыйприл προκαταρκτικός, προκαταβολικός:\предварительныйое заключение юр. ἡ προφυλάκιση [-ις]· \предварительныйое извещение ἡ προαγγελία· \предварительныйое соглашение τό προσύμφωνο[ν], ἡ προκαταρκτική συμφωνία· \предварительныйая продажа билетов ἡ προπώληση των είσιτηρίων, ἡ προκαταβολική πώ-λησις είσιτηρίων. -
115 присоединение
присоединениес ἡ ἔνωση, ἡ ἐνσωμάτωση [-ις], ἡ συνένωση [-ις], ἡ προσχώρηση/ ἡ προσάρτηση [-ις] (насильственное):\присоединение к договору ἡ προσχώρηση στήν συμφωνία. -
116 приходить
приходитьнесов1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:\приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:приходит ночь νύχτωσε·3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:\приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω. -
117 расторгать
расторгатьнесов, расторгнуть сов διαλύω, ἀκυρώνω, ἀκυρώ, διαρρηγνύω:\расторгать брак διαλύω γάμο· \расторгать договор διαλύω (или ἀκυρώνω) συμβόλαιο· \расторгать соглашение ἀκυρώ τήν συμφωνία[ν], ἀκυρώ τό σύμφω-νο[ν]. -
118 сговор
сговорм1. ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση / ἡ συνωμοσία (заговор):по \сговору ἀπό συμφώνου·2. (помолвка) уст. τό ἀρραβώνιασμα, τό δόσιμο λόγου, τό λογόστεμα. -
119 симфония
симф||онияж ἡ συμφωνία. -
120 совершать
соверш||атьнесов1. κά(μ)νω, ἐκτελώ, πραγματοποιώ/ διαπράττω (что-л. плохое):\совершать подвиг κάνω (или πραγματοποιώ) κα· τόρθωμα· \совершать поездку κάνω ταξείδΓ \совершать ошибку κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα· \совершать преступление διαπράττω ἔγκλημα2. (заключать, оформлять) κλείνω:\совершать сделку κλείνω συμφωνία \совершатьаться γίνομαι, ἐκτελούμαι, πραγματοποιοῦμαι.
См. также в других словарях:
συμφωνία — συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc/acc dual συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek
συμφωνία — η 1. σύμπτωση απόψεων και αντιλήψεων: Οιδιαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. – Σφράγισαν τη συμφωνία με μια θερμή χειραψία. 2. ομοιότητα ιδιοτήτων: Συμφωνία χαρακτήρων. 3. είδος μουσικής σύνθεσης: Η κρατική ορχήστρα θα εκτελέσει απόψε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνίᾳ — συμφωνίαι , συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαι — συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
συμφωνιῶν — συμφωνία concord fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)