-
1 συμπεπήγασι
συμπεπήγᾱσι, συμπήγνυμιput together: perf ind act 3rd pl -
2 συμπεπήγασιν
συμπεπήγᾱσιν, συμπήγνυμιput together: perf ind act 3rd pl -
3 ξυμπηγνυμι
(fut. συμπήξω; дор. aor. συνέπαξα; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)1) сгущать, уплотнять(γάλα Hom.)
2) делать твердым3) слаживать, складывать, строить(τάφον Eur.)
σ. σύριγγα Theocr. — мастерить свирель4) сколачивать, сбивать (sc. ξύλα Plut.; τὸ ἅρμα Luc.) -
4 συμπηγνυμι
(fut. συμπήξω; дор. aor. συνέπαξα; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)1) сгущать, уплотнять(γάλα Hom.)
2) делать твердым3) слаживать, складывать, строить(τάφον Eur.)
σ. σύριγγα Theocr. — мастерить свирель4) сколачивать, сбивать (sc. ξύλα Plut.; τὸ ἅρμα Luc.) -
5 συμπήγνυμι
A put together, construct, frame, ;ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29
; ;σύριγγα Theoc.8.23
, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ .. Plu.2.1118e:—[voice] Med., construct for oneself, , cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53;μηχανάς App.Mith.30
.2 [voice] Pass., with [tense] pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti. 46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπήγνυμι
См. также в других словарях:
συμπεπήγασι — συμπεπήγᾱσι , συμπήγνυμι put together perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεπήγασιν — συμπεπήγᾱσιν , συμπήγνυμι put together perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek