Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συκοφάντρια

См. также в других словарях:

  • συκοφάντρια — σῡκοφάντρια , συκοφάντρια fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφάντρια — η, ΝΜΑ βλ. συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»