-
1 συκοτράγος
συκοτράγοςfig-eating: masc /fem nom sg -
2 συκοτράγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκοτράγος
-
3 συκοτράγα
συκοτράγοςfig-eating: neut nom /voc /acc pl -
4 συκοφάγος
A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκοφάγος
См. также в других словарях:
συκοτράγος — fig eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοτράγος — ον, Α αυτός που τρώει σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, αόρ. β τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος] … Dictionary of Greek
συκοτράγα — συκοτράγος fig eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοτραγίδης — ὁ, Α (κωμικός χαρακτηρισμός για φιλάργυρο) αυτός που τρέφεται με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοτράγος + κατάλ. ίδης. Η λ. αποτελεί κωμικό παρωνύμιο ενός φτωχού ανθρώπου που τρέφεται μόνο με σύκα] … Dictionary of Greek
συκοτραγώ — έω, Α [συκοτράγος] τρώω σύκα … Dictionary of Greek