Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συκοτράγος

См. также в других словарях:

  • συκοτράγος — fig eating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοτράγος — ον, Α αυτός που τρώει σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, αόρ. β τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος] …   Dictionary of Greek

  • συκοτράγα — συκοτράγος fig eating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοτραγίδης — ὁ, Α (κωμικός χαρακτηρισμός για φιλάργυρο) αυτός που τρέφεται με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοτράγος + κατάλ. ίδης. Η λ. αποτελεί κωμικό παρωνύμιο ενός φτωχού ανθρώπου που τρέφεται μόνο με σύκα] …   Dictionary of Greek

  • συκοτραγώ — έω, Α [συκοτράγος] τρώω σύκα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»