-
1 σῡκοτράγος
-
2 σῡκο-τρώκτης
σῡκο-τρώκτης, ὁ, = συκοτράγος (?).
См. также в других словарях:
συκοτράγος — fig eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοτράγος — ον, Α αυτός που τρώει σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, αόρ. β τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος] … Dictionary of Greek
συκοτράγα — συκοτράγος fig eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοτραγίδης — ὁ, Α (κωμικός χαρακτηρισμός για φιλάργυρο) αυτός που τρέφεται με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοτράγος + κατάλ. ίδης. Η λ. αποτελεί κωμικό παρωνύμιο ενός φτωχού ανθρώπου που τρέφεται μόνο με σύκα] … Dictionary of Greek
συκοτραγώ — έω, Α [συκοτράγος] τρώω σύκα … Dictionary of Greek