-
1 συζητώ
[сизито] р. обсуждать, дискутировать, спорить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συζητώ
-
2 дискутировать
συζητώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дискутировать
-
3 дискутировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ. κ. αμ.συζητώ•дискутировать вопрос συζητώ το ζήτημα•
дискутировать о роли личности в истории συζητώ για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία.
-
4 беседовать
-
5 обсудить
-
6 разговаривать
-
7 разобрать
разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)* * *1) ( на части) ξεχωρίζω2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ -
8 рассмотреть
рассмотреть 1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω 2) (обсудить) συζητώ* * *1) κοιτάζω προσεχτικά, εξετάζω2) ( обсудить) συζητώ -
9 спорить
-
10 говорить
говор||и́тьнесов1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:\говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:\говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!. -
11 обсудить
обсудитьсов, обсуждать несов συζητώ, ἐξετάζω:\обсудить вопрос συζητώ τό ζήτημα -
12 разговаривать
разговариватьнесов (ό)μιλώ, συνομιλώ/ συζητώ, κουβεντιάζω (беседовать):\разговаривать с кем-л. μιλώ (или κουβεντιάζω) μέ κάποιον \разговаривать с самим собой μιλώ μόνος μου· \разговаривать по-гречески (6)μιλῶ ἐλληνικά· \разговаривать о му́зыке συζητώ περί μουσικής· не стоит и \разговаривать об этом δέν ἀξίζει νά μι*οῦμε γι ' αὐτό. -
13 спорить
спор||итьнесов1. (о чем-л.) συζητώ, λογομαχώ, διαφωνώ:\спорить из-за пустяков λογομαχώ γιά τιποτένια πράγματα·2. (дискутировать) συζητώ·3. (держать пари) разг στοιχηματίζω, βάζω στοίχημα -
14 толкованиеть
толкование||тьнесов1. ἐρμηνεύω, ἐξηγώ, σχολιάζω:\толкованиетьть законы ἐρμηνεύω τους νόμους·2. (объяснять) разг ἐξηΥὠ, ἐξιστορώ:сколько ни толкуй ему́ \толкованиеть ничего́ не хочет слу́шать δσο καί νά τοῦ ἐξηγείς τίποτε δέν θέλει ν' ἀκούσει·3. (разговаривать) разг (ό)μιλῶ, συζητώ, κουβεντιάζω:\толкованиетьть о делах συζητώ γιά ὑποθέσεις, κουβεντιάζω γιά δουλειές· что тут много \толкованиетьть, тут и \толкованиетьть нечего δέν χρειάζονται πολλές συζητήσεις· он все свое толкует αὐτός πάντα τό δικό του. -
15 дебатировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ. κ. αμ. συζητώ•дебатировать вопрос συζητώ το ζήτημα.
συζητιέμαι. -
16 доспорить
ρ.σ.τελειώνω τη συζήτηση• συζητώ ως•-им в следующий раз θα τελειώσουμε τη συζήτηση άλλη φορά.
συζητώ τόσο ώσπου•-лись до ссоры συζήτησαν τόσο, πού στο τέλος μάλωσαν.
-
17 обсудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсужденный, βρ: -ждн, -ждена, -дценоρ.σ.μ.συζητώ• εξετάζω• μελετώ•обсудить вопрос συζητώ το ζήτημα.
-
18 рассуждать
ρ.δ. σκέφτομαι• κρίνω•он правильно -ает αυτός σωστά σκέφτεται•
он много -ает, да мало делает αυτός πολλά σκέφτεται και λίγα κάνει.
|| συζητώ, ανταλλάσσω σκέψεις. || αντιλέγω, αντιτείνω, προβάλλω αντιρρήσεις, συζητώ• επικρίνω•прошу не -! παρακαλώ να πάψουν οι συζητήσεις (κρίσεις και επικρ ίσεις).
-
19 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
20 программа
1. (план предстоящей деятельности, работ и т.п.порядок проведения чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο2. вчт. το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > программа
См. также в других словарях:
συζητώ — συζητῶ, έω, ΝΜΑ, και συνζητῶ, έω, Α [ζητῶ] 1. διερευνώ, εξετάζω ένα θέμα μαζί με άλλον ή άλλους, ανταλλάσσω σκέψεις, γνώμες σχετικά με ένα θέμα, διεξάγω συζήτηση, συνομιλώ 2. προβάλλω, διατυπώνω αντιρρήσεις σχετικά με ένα θέμα («μην τό συζητάς,… … Dictionary of Greek
συζητώ — συζητάω / συζητώ, συζήτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συζητώ — συζήτησα, συζητήθηκα, συζητημένος 1. ανταλλάσσω γνώμες με άλλους πάνω σε κάποιο θέμα, συνομιλώ: Στη συνάντηση των δύο υπουργών συζητήθηκε και το κυπριακό πρόβλημα. – Βαρέθηκα να συζητώ τα ίδια πράγματα. 2. «Μην το συζητάς», μη φέρνεις αντίρρηση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συζητῶ — συζητέω search pres subj act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres ind act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres subj act 1st sg (attic epic doric) συζητέω search pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
γλυκοκουβεντιάζω — 1. συζητώ με φιλοφροσύνη 2. συζητώ με ερωτική διάθεση … Dictionary of Greek
κοινολογώ — (AM κοινολογῶ, έω) νεοελλ. μσν. λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω μσν. συζητώ μσν. αρχ. μέσ. κοινολογοῦμαι, έομαι (με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α.… … Dictionary of Greek
κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ντεσπουτάρω — (Μ) 1. συζητώ, εκθέτω τις απόψεις μου σχετικά με ένα θέμα και τίς τεκμηριώνω με επιχειρήματα 2. μιλώ, αγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputar < λατ. disputo «σκέπτομαι, συζητώ για ένα θέμα»] … Dictionary of Greek