-
1 ξεκαθαρίζω
[ксэкатаризо]/?. выяснять, улаживать, приводить в порядок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεκαθαρίζω
-
2 разобраться
ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω ( понять) -
3 уяснить
уяснитьсов, уяснять несов ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω:\уяснить себе что-л. ξεκαθαρίζω κάτι στό μυαλό μου· \уяснить себе суть дела ξεκαθαρίζω τήν οὐσία τής ὑπόθεσης· \уяснить смысл чего́-л. ἐννοῶ, καταλαβαίνω τό νόημα -
4 прояснить
-итρ.σ. απρόσ. (απλ.) βλ. прояснеть.βλ. прояснеть. || γίνομαι διαυγής.-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прояснённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. καθιστώ ευδιάκριτο, εμφανές•прояснить контуры на рисунке κάνω ευδιάκριτες τις γραμμές στο σχέδιο.
2. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω•прояснить обстановку διευκρινίζω την κατάσταση.
|| ησυχάζω, καθησυχάζω• κάνω ήπι-ον, χαρούμενο, πρόσχαρο.3. διαφωτίζω, ξεκαθαρίζω (λογικό, συνείδηση κ.τ.τ.).1. γίνομαι σαφής, καθαρός, ευδιάκριτος.2. βλ. прояснеть.3. διασαφηνίζομαι, ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνομαι•дело -лось η υπόθεση ξεκαθάρισε.
4. (δια)φωτίζομαι, ξεδιαλύνομαι. || φωτίζομαι, λάμπω από χαρά•лицо его -лось το πρόσωπο του φωτίστηκε (έλαμψε από χαρά).
-
5 проливать
проливать, пролить χύνω ◇ \проливать свет на что-л. ξεκαθαρίζω κάτι* * *= пролить••пролива́ть свет на что-л. — ξεκαθαρίζω κάτι
-
6 распутать
распутать, распутывать 1) λύ(ν)ω 2) перен. ξεκαθαρίζω* * *= распутывать1) λύ(ν)ω2) перен. ξεκαθαρίζω -
7 расчистить
ρ.σ.μ. ξεκαθαρίζω αποσκορακίζω•расчистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•
расчистить поле καθαρίζω το χωράφι.
|| αχρηστεύω, εξοντώνω•путь от врагов ξεκαθαρίζω το δρόμο από τους• εχθρούς.
(ξε)καθαρ ίζομαι κλπ. ρ. μ. -
8 выяснить
(сделать ясным, понятным) αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выяснить
-
9 разобраться
(понять что-л., проанализировать) εξετάζω, μελετώ, ξεκαθαρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разобраться
-
10 распутать
1. (развязать, расплести) ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω 2. (сделать ясным, понятным что-л.) ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распутать
-
11 разобрать
разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)* * *1) ( на части) ξεχωρίζω2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ -
12 выбирать
выбиратьнесов1. διαλέγω, ἐκλέγω·2. (голосованием) ἐκλέγω, ψηφίζω·3. (отбирать, очищать) διαλέγω, ξεκαθαρίζω. -
13 проливать
проливатьнесов χύνω, χέω:\проливать воду на пол χύνω τό νερό στό πάτωμα· \проливать горькие слезы χύνω πικρά δάκρυα· ◊ \проливать кровь χύνω αίμα· \проливать свет На что́-л. ρίχνω φως πάνω σέ κάτι, διαλευκαίνω, ξεκαθαρίζω. -
14 проясниться
прояснитьсясов, проясняться несов - (о погоде) ἀνοίγω, ξαστερώνω, καλω-συνεύω:2. перен ξεκαθαρίζω (ά^ετ.)·3. (о лице) φωτίζομαι. -
15 разбирать
разбир||атьнесов1. (расхватывать) ἀρπάζω:\разбирать товар ἀρπάζω τό ἐμπόρευμα·2. (приводить в порядок, рассортировывать) τακτοποιώ:\разбирать бумаги τακτοποιώ τά χαρτιά· 3, (на части) διαλύω, ξεμον-τάρω (о механизме)! κατεδαφίζω, ρίχνω, γκρεμίζω (о доме, стене)·4. (расследовать дело, вопрос и т. п.) ἐξετάζω, μελετώ/ συζητώ (в суде)·5. (распутывать) ξεμπλέκω, ξεκαθαρίζω/ ξεμπερδεύω (ссору)·6. (подпись, почерк) βγάζω (τά γράμματα), διαβάζω·7. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ·8. (охватывать \разбирать о чувствах) πιάνω, καταλαμβάνω:меня \разбиратьает сомнение μοῦ μπαίνει ἀμφιβολία· его́ \разбиратьает смех τόν πιάνουν τά γέλια· ◊ \разбирать предложение грам. ἀναλύω τήν πρόταση. -
16 разбираться
разбир||а́ться1. (разобрать вещи, бумаги) τακτοποιώ, διευθετώ·2. (понимать) ἐν-νοω, καταλαβαίνω, βρίσκω ἄκρη:я в этом никак не могу́ разобраться δέν μπορώ νά βρώ ἀκρη· \разбиратьсяа́ться в вопросе ξεκαθαρίζω ἕνα ζήτημα. -
17 распутывать
распутыватьнесов1. (веревку и т. п.) ξεμπλέκω, ξεδιαλύνω, λύνω:\распутывать узел λύνω τόν κόμπο· \распутывать лошадь ξεμπλέκω τό ἀλογο·2. перен ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω. -
18 рассчитываться
рассчитывать||ся(с кем-л.) прям., перен τακτοποιώ, ἐξοφλώ, ξεκαθαρίζω λογαριασμό, λογαριάζομαι μέ κάποιον. -
19 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
20 сметать
сметать Iнесов1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:\сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:\сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:\сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.сметать IIсов см. сметывать.
См. также в других словарях:
ξεκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω, ξεκαθάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκαθαρίζω — 1. καθαρίζω κάτι εντελώς 2. καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω 3. ερμηνεύω 4. μτφ. εξοντώνω 5. φρ. α) «ξεκαθαρίζω λογαριασμούς» τακτοποιώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιους β) «ξεκαθαρίζω κάτι στον νου μου» καταλαβαίνω κάτι καλά,… … Dictionary of Greek
ξεκαθαρίζω — ξεκαθάρισα, ξεκαθαρίστηκα, ξεκαθαρισμένος 1. μτβ., καθαρίζω, τακτοποιώ, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω: Ξεκαθαρίσαμε τους λογαριασμούς μας. 2. αμτβ., τακτοποιούμαι, αποσαφηνίζομαι: Μέσα στο καλοκαίρι θα ξεκαθαρίσει η υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
προδιακαθαίρω — Α (μόνο το παθ.) προδιακαθαίρομαι διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω ένα ζήτημα εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακαθαίρω «ξεκαθαρίζω»] … Dictionary of Greek
ξεδιαλύνω — ξεδιάλυνα, ξεδιαλύθηκα, ξεδιαλυμένος 1. ξεκαθαρίζω, αποχωρίζω. 2. μτφ., αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Δεν μπορώ να ξεδιαλύνω τι θέλεις. – Ξεδιαλύνω το όνειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα … Dictionary of Greek
διαρμίζω — 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω 2. σαρώνω 3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο … Dictionary of Greek
εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek