-
1 συγγενής
συγ|γενής, ές родственный, сродный -
2 συγγενης
I21) врожденный, прирожденный, свойственный от рождения(ἦθος Pind.; σημεῖα Arst.)
παύροις ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε Aesch. — немногим людям свойственно это;οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. — месяцы, т.е. время жизни2) родственный, родной(τινι Her.)
σ. γυνή Eur. — родственница;σ. γάμος Aesch. — брак между родственниками3) сродный, сходный, однородныйσ. τοὐμοῦ τρόπου Arph. — близкий мне по характеру;
II- οῦ ὅ и ἥ родственник(τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.)
οἱ συγγενεῖς Pind., Her. — родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod.
См. также в других словарях:
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
θειογενής — θειογενής, ές (Α) ποιητ. τ. τού θεογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γενής (< γένος), πρβλ. εγ γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek
θερειγενής — θερειγενής, ές (Α) 1. αυτός που φυτρώνει ή φουντώνει κατά το καλοκαίρι 2. θερμός («θερειγενή ὕδατα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + γενής (< γένος), πρβλ. εγ γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek
κοινογενής — κοινογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γενής (< γένος), πρβλ. παγ γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek
κυματογενής — ές αυτός που προέρχεται από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + γενής (< γένος), πρβλ. πτυχωσι γενής συγ γενής) … Dictionary of Greek
υπεργενής — ές, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από ό,τι είναι σχετικό με δημιουργήματα, με τον φυσικό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κατα γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek
παγγενής — παγγενής, ές (Α) 1. ο κάθε είδους, παντοειδής 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη. επίρρ... παγγενῶς (Μ) με κάθε γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ … Dictionary of Greek
προσγενής — ές, ΜΑ 1. συγγενικός 2. (ιδίως το αρσ. ως ουσ.) ὁ προσγενής ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συγ γενής] … Dictionary of Greek
θεογέναιος — θεογέναιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεογενής, μολονότι τα επίθ. σε γενής σχηματίζουν συνήθως παρ. σε γένειος, πρβλ. α γένειος, συγ γένειος] … Dictionary of Greek