-
1 συγχύσεως
συγχύσεω̆ς, σύγχυσιςmixture: fem gen sg (attic) -
2 σύγχυσις
σύγχυσις, εως, ἡ (συγχέω; Eur., Thu.+; Jos., Bell. 4, 129, Ant. 16, 75; ins, pap, LXX; Just., A II, 7, 1; Tat. 5, 3) confusion, tumult (Diod S 1, 75, 2; 20, 9, 5 συγχύσεως τὴν πόλιν ἐχούσης; Chion, Ep. 1; Philo; Jos., Bell. 2, 294 σύγχυσις εἶχεν τὸν δῆμον; 4, 125; SibOr 8, 81; AcPlTh 10 [Aa I 243, 3] of mourning) ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως Ac 19:29.—DELG s.v. χέω III. M-M. -
3 συγχυσις
- εως ἥ1) слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.)2) стирание, сглаживание(ὅρων Plut.)
3) разрушение, уничтожение(δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.)
σ. βίου Eur. — гибель4) смущение, смятение(ἐπλήσθη ἥ πόλις τῆς συγχύσεως NT.)
σύγχυσιν ἔχειν Eur. — быть смущенным;σ. ὀμμάτων Eur. — смущенный взгляд5) нарушение(τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.)
-
4 ἀρχηγός
A beginning, originating,λόγος ἀρχηγὸς κακῶν E.Hipp. 881
; primary, leading, chief,Τροίας ἀ. τιμάς Id.Tr. 196
(lyr.);δύο φλέβες ἀ. Arist.PA 666b25
.II as Subst., founder, of a tutelary hero, S.OC60; as fem., ancestral heroine, B.8.51;τοῦ γένους Isoc.3.28
, cf. D.S.5.56;τῆς πόλεως θεὸς ἀ. τίς ἐστιν Pl.Ti. 21e
; founder of a family, Arist.EN 1162a4.2 prince, chief,Δία ἀ. θεῶν B.5.179
, cf. A.Ag. 259; chief captain, leader,Ἑλλάνων Simon. 138
;Βεβρύκων Theoc.22.110
;ἀ. ἱερέων CIG6798
([place name] Dijon), cf. 2882 (Milet.).3 first cause, originator,κοπίδων Heraclit.81
;πράγματος X.HG3.3.4
, cf. Din.3.7, Isoc.12.101; (Dyme, ii B.C.);φόνου POxy. 1241 iii 35
;σωτηρίας Ep.Hebr.2.10
;Θαλῆς ὁ τῆς τοιαύτης ἀ. φιλοσοφίας Arist.Metaph. 983b20
;τῆς τέχνης Sosip.1.14
;τὸ ἀ.
the originating power,Pl.
Cra. 401d, cf. Sph. 243d; primary, fundamental,ἀρχηγὸν ἡ φωνή Phld.Po.2.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχηγός
-
5 πίμπλημι
πίμπλημι fut. πλήσω LXX; 1 aor. ἔπλησα; pf. mid. ptc. πεπλησμένα (Just.). Pass.: 1 fut. πλησθήσομαι; 1 aor. ἐπλήσθην, ptc. πλησθείς (Hom. et al., pap, LXX, En; TestSol 6:5 D; TestJob 27:3; JosAs; SibOr 3, 311; Joseph.; Just., D. 73, 6.—On the spelling B-D-F §93; 101; Thackeray p. 110; Mlt-H. 106. Trans. in pres. and impf., whereas the corresp. πλήθω is intr. in these tenses.)① to cause to be completely full, fill, fulfillⓐ lit.α. of external, perceptible things τὶ someth. Lk 5:7. τί τινος someth. with someth. (Hom. et al.; PLond II, 453, 6 p. 319 [IV A.D.]; LXX) a sponge w. vinegar Mt 27:48; Mk 15:36 v.l.; J 19:29 v.l. Pass. (Jos., Ant. 3, 299) ἐπλήσθη ὁ γάμος [v.l. νυμφών] ἀνακειμένων Mt 22:10. ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως Ac 19:29.—ἡ οἰκία ἐπλήσθη ἐκ τῆς ὀσμῆς J 12:3 v.l. (Hom. Hymns, Dem. 280 αὐγῆς ἐπλήσθη δόμος).β. of a pers. inner life (Hom. et al.; Diod S 15, 37, 2 φρονήματος [with enthusiasm] ἐπίμπλαντο; PGM 13, 234 πλησθεὶς τῆς θεοσοφίας; LXX) pass. ἐπλήσθησαν φόβου (Appian, Bell. Civ. 4, 48 §204) Lk 5:26; ἀνοίας 6:11; θάμβους καὶ ἐκστάσεως Ac 3:10; ζήλου 5:17; 13:45; θυμοῦ (Da 3:19) Lk 4:28; χαρᾶς AcPl Ha 2, 15; 8, 7. Of the Holy Spirit (cp. Sir 48:12a; Pr 15:4.—Dio Chrys. 55 [72], 12 the Pythia is ἐμπιμπλαμένη τοῦ πνεύματος): πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται Lk 1:15; cp. vss. 41, 67; Ac 2:4; 4:8, 31; 9:17; 13:9; AcPl Ha 6, 17. τῷ πνεύματι Hm 11, 9 (w. Ox 5 recto, 5; v.l. πληρωθείς).ⓑ fig.α. of prophecies, pass. be fulfilled Lk 1:20 v.l.; 21:22.β. of a period of time that passes or comes to an end, pass. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι the days came to an end Lk 1:23. A gen. added denotes the event that follows upon the expiration of the time: ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν the time came for her to give birth Lk 1:57 (cp. Hdt. 6, 63, 1; 69, 5 on period of gestation). Cp. 2:6, 21, 22.γ. ἐπλήσθησαν αἱ ἀνομίαι αὐτῶν the measure of their iniquities has become full Hv 2, 2, 2.
См. также в других словарях:
συγχύσεως — συγχύσεω̆ς , σύγχυσις mixture fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] … Dictionary of Greek
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
ερίγμη — ἐρίγμη, ἡ (Α) βλ. έρεγμα και έριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. (αντί ει ) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… … Dictionary of Greek
θεουδής — θεουδής, ές (Α) 1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος 2. ο θεοειδής. επίρρ... θεουδῶς (Α) ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θεο δεής (*θεο δFεής) < θεο * + δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ ). Η μορφή τού α συνθετικού θεού μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά … Dictionary of Greek
λεπτόνιο — το φυσ. συνοπτική ονομασία οικογένειας υποατομικών σωματιδίων τα οποία μπορούν να ανταποκρίνονται μόνο στις ασθενείς ηλεκτρομαγνητικές και βαρυτικές αλληλεπιδράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepton (< λεπτόν) + κατάλ. ιο (προς… … Dictionary of Greek
παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων … Dictionary of Greek
περιτροπή — η, ΝΜΑ [περιτρέπω] φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή τής σειράς μσν. αρχ. μετατροπή, εναλλαγή («μηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ… … Dictionary of Greek