-
101 ξυγκριθέν
ξυγκρῐθέν, συγκρίνωbring into combination: aor part pass neut nom /voc /acc sg -
102 ξυγκρινόμενα
ξυγκρῑνόμενα, συγκρίνωbring into combination: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
103 ξυγκρίνοντες
ξυγκρί̱νοντες, συγκρίνωbring into combination: pres part act masc nom /voc pl -
104 ξυνεκρίθη
ξυνεκρί̆θη, συγκρίνωbring into combination: aor ind pass 3rd sg -
105 συγκρίναι
-
106 συγκρῖναι
-
107 συγκριθή
-
108 συγκριθῇ
-
109 συγκριθήι
-
110 συγκριθῆι
-
111 συγκριθήναι
-
112 συγκριθῆναι
-
113 συγκριθείσα
-
114 συγκριθεῖσα
-
115 συγκριθείσαι
-
116 συγκριθεῖσαι
-
117 συγκριθείσαν
-
118 συγκριθεῖσαν
-
119 συγκριθείσιν
-
120 συγκριθεῖσιν
См. также в других словарях:
συγκρίνω — συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκρίνω — συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres ind act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρινῶ — συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 1st sg (attic epic doric) συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση … Dictionary of Greek
συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένον — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc acc sg συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένων — συγκρίνω bring into combination perf part mp fem gen pl συγκρίνω bring into combination perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρῖνον — συγκρίνω bring into combination pres part act masc voc sg συγκρίνω bring into combination pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικέναι — συγκρίνω bring into combination perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικότων — συγκρίνω bring into combination perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)