-
1 συγγενικος
31) врожденный, прирожденный(νόσημα Plut.)
; присущий от рождения(τρίχες Arst.)
2) родственный(εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.)
ἥ φιλία συγγενικέ καὴ ἥ ἑταιρική Arst. — дружба между родственниками и дружба между товарищами3) сходный, однородный, близкий(ἥ μορφή Arst.)
-
2 συγγενικός
συγγενικόςcongenital: masc nom sg -
3 συγγενικός
συγγενικός, ή, όν (συγγενής; Hippocr., Aristot. et al.; ins) orig. in ref. to familial relationships, then more gener. of a similar nature or character, related, kindred, of the same kind (Diog. L. 10, 129 [Epicurus]; Plut., Mor. 561b, Pericl. 164 [22, 4], Themist. 114 [5, 2]; Vett. Val. index; Herm. Wr. 440, 6 Sc.; EpArist 147; Philo) τὸ συγγενικὸν ἔργον the task (so) well suited to you IEph 1:1.—DELG s.v. γίγνομαι. -
4 συγγενικός
η, ό[ν]1) родственный;συγγενικόςές σχέσεις — родственные отношения;
συγγενικόςοι δεσμοί — родственные связи;
2) родственный, близкий, сходный -
5 συγγενικός
[сингзникос] εκ. родственный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγγενικός
-
6 συγγενικός
[сингзникос] επ родственный. -
7 συγγενικός
A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1.σ, cf. Plu.Per.22;σ. τρίχες Arist.Pr. 878b27
(cf.συγγενής 1
); τὸ σ. τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv.- κῶς Id.Ep.1p.24U.
II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN 1161b12;σ. ἱερωσύναι D.H.2.21
;σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20
(Odemish, i A.D.);τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7
(Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ ς. Sammelb.4638.6 (ii B.C.);συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273
(ii A.D.). Adv. - κῶς like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8.2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν ς. Arist.HA 623b6; τὰ κοινὰ καὶ ς. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα ς. Arist.HA 531b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενικός
-
8 συγγενικός
συγ-γενικός, ή, όν, den Verwandten gehörig, sie betreffend -
9 συγγενικός
1) akin2) relatedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συγγενικός
-
10 συγγενικά
συγγενικόςcongenital: neut nom /voc /acc plσυγγενικά̱, συγγενικόςcongenital: fem nom /voc /acc dualσυγγενικά̱, συγγενικόςcongenital: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 συγγενικόν
συγγενικόςcongenital: masc acc sgσυγγενικόςcongenital: neut nom /voc /acc sg -
12 συγγενικαί
συγγενικόςcongenital: fem nom /voc pl -
13 συγγενικοί
συγγενικόςcongenital: masc nom /voc pl -
14 συγγενικούς
συγγενικόςcongenital: masc acc pl -
15 συγγενικωτάτους
συγγενικόςcongenital: masc acc superl pl -
16 συγγενικέ
συγγενικόςcongenital: masc voc sg -
17 συγγενική
συγγενικόςcongenital: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 συγγενικήν
συγγενικόςcongenital: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 συγγενικώτατος
συγγενικόςcongenital: masc nom superl sg -
20 ξυγγενικόν
συγγενικόν, συγγενικόςcongenital: masc acc sgσυγγενικόν, συγγενικόςcongenital: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
συγγενικός — congenital masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… … Dictionary of Greek
συγγενικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συγγένεια ή ταιριάζει σε συγγενή: Πέρασαν το βράδυ σε συγγενικό σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγενικά — συγγενικός congenital neut nom/voc/acc pl συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc/acc dual συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικῶν — συγγενικός congenital fem gen pl συγγενικός congenital masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικόν — συγγενικός congenital masc acc sg συγγενικός congenital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικαῖς — συγγενικός congenital fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικαί — συγγενικός congenital fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοῖς — συγγενικός congenital masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοί — συγγενικός congenital masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοῦ — συγγενικός congenital masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)