-
81 неизменяемый
неизменяемыйприл ἀμετάβλητος, σταθερός, ἀναλλοίωτος. -
82 неподвижный
неподви́жн||ыйприл ἀκίνητος, ἀσάλευτος:\неподвижныйый взгляд τό ἀπλανές βλέμμα· \неподвижныйое лицо τό ἀπαθές πρόσωπο[ν]· быть \неподвижныйым μένω ἀκίνητος· \неподвижныйая цель воен. ὁ σταθερός στόχος. -
83 неуклонный
неуклонныйприл σταθερός, ἀπαρέγκλιτος:\неуклонный рост благосостояния τό σταθερό ἀνέβασμα τής εὐημερίας. -
84 прочностьый
прочность||ыйприл στερεός/ σταθερός, πάγιος (устои́чивый)! μέ ἀντοχή, ἀντοχής (долговечный):\прочностьыйый мост ἡ στερεή γέφυρα· \прочностьыйая о́бувь τά γερά παπούτσια· \прочностьыйый мир ἡ σταθερή είρήνη. -
85 стабильностьый
стабильность||ыйприл σταθερός, εὐσταθής. -
86 твердый
тверд||ыйприл1. στερεός (в противоп. жидкому)/ σκληρός (в противоп. мягкому):\твердыйое тело τό στερεό σώμα·2. перен σταθερός:\твердыйый шаг τό σταθερό (или τό σίγουρο) βήμα· \твердыйая воля ἡ σταθερή θέληση· \твердыйое решение ἡ ὁριστική ἀπόφαση· \твердыйые цены οἱ σταθερές τιμές· \твердыйые знания οἱ γερές γνώσεις· он не тверд в греческом εἶναι ἀδύνατος στά ἐλληνικά·3. лингв.:\твердыйый согласный τα σκληρά σύμφωνα. -
87 убежденный
убежд||енныйприл πεπεισμένος, σίγουρος:\убежденныйенный сторонник ὁ σταθερός Οπαδός. -
88 уверенный
уверенн||ыйприл1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:\уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος. -
89 цепкий
цепк||ийприл1. πού πιάνει καλά, πού γαντζώνει γερά:\цепкийие когти νύχια, πού γαντζώνουν γερά· \цепкийие ру́ки χέρια, πού σφίγγουν γερά·2. (вязкий, вяжущий) κολλητικός, κολλώδης·3. перен (о человеке) разг ἐπίμονος·4. (схватывающий, запоминающий) σταθερός, γερός:\цепкий взгляд τό σταθερό βλέμμα· \цепкийая память ἡ γερή μνήμη. -
90 στόχος
ο цель; мишень (тж. перен.);απομονωμένος στόχος — одиночная цель;
εμφανιζόμενος στόχος — появляющаяся цель;
επί-γειος στόχος — наземная цель;
κινητός ( — или κινούμενος) στόχος — движущаяся цель;
σταθερός στόχος — неподвижная цель;
ανακαλύπτω ( — или αποκαλύπτω) στόχο — обнаруживать цель;
εντοπίζω ( — или επισημαίνω) στόχρ — засекать цель;
καταστρέφω ( — или προσβάλλω) στόχο — поражать цель;
αναχαιτίζω στόχο — перехватывать цель;
πετυχαίνω ( — или βρίσκω) το στόχος — а) попадать в цель; — б) находить слабое место;
χτυπώ στο στόχο — бить в цель, по цели; — бить по мишени;
προσηλωμένος στο στόχο — целеустремлённо
-
91 σταθερά
-
92 σταθερᾷ
-
93 σταθεράς
-
94 σταθερᾶς
-
95 σταθερή
-
96 σταθερῇ
-
97 σταθερής
-
98 σταθερῆς
-
99 σταθεροίο
-
100 σταθεροῖο
См. также в других словарях:
σταθερός — standing fast masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό επίρρ. ά,1. ευσταθής, μόνιμος, αυτός που δε μεταβάλλεται: Οι τιμές παρέμειναν σταθερές. – Δεν είναι σταθερή η πολιτική κατάσταση. 2. αυτός που εμμένει σε κάτι: Δεν είναι σταθερός στη φιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννης ο Σταθερός — (Μάισεν 1468 – Σβάινιτς 1532). Πρίγκιπας εκλέκτορας της Σαξονίας (1525 32). Ήταν γιος του Ερνέστου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο αμέσως μετά τον θάνατό του μαζί με τον αδελφό του, Φρειδερίκο τον Σοφό. Όταν πέθανε και ο Φρειδερίκος, ο I. ο Σ.… … Dictionary of Greek
σταθερά — σταθερός standing fast neut nom/voc/acc pl (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc/acc dual (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτερον — σταθερός standing fast adverbial comp (ionic) σταθερός standing fast masc acc comp sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερῶν — σταθερός standing fast fem gen pl (ionic) σταθερός standing fast masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερόν — σταθερός standing fast masc acc sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτατον — σταθερός standing fast masc acc superl sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc superl sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεραί — σταθερός standing fast fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεροῖο — σταθερός standing fast masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)