-
1 σταθερής
-
2 σταθερῆς
-
3 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
4 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
5 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
6 лопатка
1. (часть турбины, компрессора и т.п.) το πτερύγιο (στροβίλου, συμπιεστή κ.λπ.)· активная - δράσης 2. (ручной инструмент) το μικρό φτυάρι 3. арх. η λομβαρδική ζώνη 4. анат. η ωμοπλάτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лопатка
-
7 термостат
1. физ., хим. о θερμοστάτης, о θερμορυθμιστής 2. (сосуд или шкаф с постоянной температурой) το κιβώτιο σταθερής θερμοκρασίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термостат
-
8 stable Paretian distributions
= stable Pareto distributions; stable non-Gaussian distributionsFrench\ \ distributions stables de ParetoGerman\ \ stabile Pareto-VerteilungenDutch\ \ stabiele Pareto-verdelingenItalian\ \ distribuzioni di Pareto stabiliSpanish\ \ distribuciones estables de ParetoCatalan\ \ distribucions de Pareto estables; distribucions no gaussianes establesPortuguese\ \ distribuições estáveis com cauda paretiana; distribuições estáveis não-gaussianasRomanian\ \ -Danish\ \ stabil ParetofordelingNorwegian\ \ stabil Pareto fordelingSwedish\ \ stabil ParetofördelningGreek\ \ σταθερή Paretian διανομές; σταθερή διανομές Pareto; σταθερής μη Gaussian κατανομέςFinnish\ \ vakaa prosessiHungarian\ \ állandó Pareto-eloszlásokTurkish\ \ kararlı Pareto dağılımları; kararlı Gaussian olmayan dağılımlarEstonian\ \ stabiilsed Pareto jaotusedLithuanian\ \ stabilieji Pareto skirstiniai; stabilieji Parèto skirstiniaiSlovenian\ \ -Polish\ \ stabilne rozkłady ParetoRussian\ \ устойчивое распределение ПаретоUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ stöðugar Paretian dreifingar; stöðugt Pareto dreifingar; stöðugt utan Gauss dreifingEuskara\ \ -Farsi\ \ tozi-haye Pareto-eeye paydarPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ توزيعات باريتو المستقرة؛ توزيعات غير - كاوسين المستقرةAfrikaans\ \ stabiele Pareto-verdelingsChinese\ \ 稳 定 帕 累 托 分 布 族Korean\ \ 안정화된 Pareto 분포 -
9 обеспечение
-я ουδ.1. εξασφάλιση•обеспечение прочного мира εξασφάλιση σταθερής ειρήνης.
2. αντίκρυσμα•золотое обеспечение αντίκρυσμα σε χρυσό.
-
10 σταθερός
A standing fast, firm, fixed, γαῖα, opp. ἄστατος, Opp.C.2.412; of the sea, calm, still,σ. χεῦμα A.Fr. 276
;βύθος D.H.1.71
; σταθερῆς (sc. θαλάσσης) AP10.17 (Antiphil.), cf. 7.393 (Diocl., dub. sens.), Poll.1.106; σ. ὕδωρ stagnant, App.Pun.99; σ. μέλαν, of ink, AP6.66 (Paul. Sil.).2 σ. μεσημβρία high noon, when the sun as it were stands still in the meridian, Pl.Phdr. 242a; σ. ἦμαρ mid-day, A.R.1.450;νυκτὸς τὸ-ώτατον Eun.VS p.485
B.; θέρος ς. mid-summer, Antim.95.3 steady, settled, of weather, ἀὴρ εὔδιος καὶ ς. D.H.Dem.7; εὐδία ς. Plu. Dio 38, cf. M.Ant.12.22;οὐ σ. φῶς οὐδ' ἠρεμοῦν Plu.2.934e
.4 metaph.,σ. κάλυξ ἥβης Ar.Fr. 467
;σ. ἡλικία J.BJ3.1.3
;ἡ ἀρετὴ σ. τι AP10.74
(Paul. Sil.);σαοφροσύνη IG3.776
; σ. βάδισμα, βλέμμα, Ph.2.267, 26;ἀνάληψις Id.1.179
([comp] Sup.); of speech, calm, deliberate, τὸ βραδὺ καὶ ς. D.H.Comp.23.5 not used, properly, of persons, Phryn.189, Thom.Mag.p.110 R., but v. EM277.49.6 Adv. - ρῶς constantly, Cratin.206; firmly, Procl. Inst. 156. Adv. [comp] Comp.,- ώτερον ὁ νοῦς ἵδρυτο Ph.1.372
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθερός
См. также в других словарях:
σταθερῆς — σταθερός standing fast fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερής κατάστασης, θεωρία — Μία κοσμολογική θεωρία που υπακούει σε μία τέλεια κοσμολογική αρχή σύμφωνα με την οποία το σύμπαν φαίνεται το ίδιο σε όλα τα σημεία και οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Το σύμπαν, επομένως, δεν έχει αρχή ούτε τέλος και η πυκνότητα της ύλης σε αυτό… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek