-
1 σταθερος
3устойчивый, неподвижныйσταθερὰ εὐδία Plat. — тихая погода, перен. безмятежный покой;σταθερὸν μέλαν Anth. — прочные чернила -
2 σταθερός
σταθερός, stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη ( vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταϑερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταϑερώτατον, die hohe Mitternacht, ϑέρος σταϑερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταϑερὸν ἦμαρ, Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; μέλαν σταϑερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύϑος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταϑερή sc. γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); εὐδία, übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch σταϑηρός.
-
3 σταθερός
σταθερόςstanding fast: masc nom sg (ionic) -
4 σταθερός
σταθερός, stehend, feststehend, unbeweglich, fest; ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη καλουμένη σταϑερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταϑερώτατον, die hohe Mitternacht, ϑέρος σταϑερόν, der hohe, heißeste Sommer. Vom ruhigen Meere; ἡ σταϑερή sc. γῆ, das feste Land; εὐδία, übtr. Ruhe im Staate -
5 σταθερός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σταθερός
-
6 σταθερός
η, ό [ά, όν ]1) прочный, устойчивый; стабильный, твёрдый;σταθερός καιρός — устойчивая погода;
γιά σταθερή είρήνη — за прочный мир;
σταθερό νόμισμα — устойчивая валюта;
2) перен. твёрдый; стойкий;σταθερό βήμα — твёрдый шаг;
σταθερή θέληση — твёрдая воля;
σταθερές τιμές — стабильные, твёрдые цены;
3) последовательный (в чём-л.); приверженный (чему-л.);σταθερός στίς αρχές του — принципиальный;
είμαι σταθερός στο λόγο μου — держать своё слово, быть последовательным;
4) постоянный; неизменный;σταθερός χαρακτήρας — постоянный характер;
σταθερό φαινόμενο — постоян-
ное явление;σταθερή ποσότητα — мат, постоянная величина1;
5) перманентный;6) хим. малоактивный -
7 σταθερός
[статэрос] επ. устойчивый, прочный, постоянный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταθερός
-
8 σταθερός
[статэрос] επ устойчивый, прочный, постоянный. -
9 σταθερός
A standing fast, firm, fixed, γαῖα, opp. ἄστατος, Opp.C.2.412; of the sea, calm, still,σ. χεῦμα A.Fr. 276
;βύθος D.H.1.71
; σταθερῆς (sc. θαλάσσης) AP10.17 (Antiphil.), cf. 7.393 (Diocl., dub. sens.), Poll.1.106; σ. ὕδωρ stagnant, App.Pun.99; σ. μέλαν, of ink, AP6.66 (Paul. Sil.).2 σ. μεσημβρία high noon, when the sun as it were stands still in the meridian, Pl.Phdr. 242a; σ. ἦμαρ mid-day, A.R.1.450;νυκτὸς τὸ-ώτατον Eun.VS p.485
B.; θέρος ς. mid-summer, Antim.95.3 steady, settled, of weather, ἀὴρ εὔδιος καὶ ς. D.H.Dem.7; εὐδία ς. Plu. Dio 38, cf. M.Ant.12.22;οὐ σ. φῶς οὐδ' ἠρεμοῦν Plu.2.934e
.4 metaph.,σ. κάλυξ ἥβης Ar.Fr. 467
;σ. ἡλικία J.BJ3.1.3
;ἡ ἀρετὴ σ. τι AP10.74
(Paul. Sil.);σαοφροσύνη IG3.776
; σ. βάδισμα, βλέμμα, Ph.2.267, 26;ἀνάληψις Id.1.179
([comp] Sup.); of speech, calm, deliberate, τὸ βραδὺ καὶ ς. D.H.Comp.23.5 not used, properly, of persons, Phryn.189, Thom.Mag.p.110 R., but v. EM277.49.6 Adv. - ρῶς constantly, Cratin.206; firmly, Procl. Inst. 156. Adv. [comp] Comp.,- ώτερον ὁ νοῦς ἵδρυτο Ph.1.372
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθερός
-
10 σταθερός
1) assuré2) solide3) stable -
11 σταθερός
1) mocny przym.2) obora (f) rzecz.3) pewny przym.4) silny przym.5) solidny przym.6) stabilny przym.7) stateczny przym. -
12 σταθερός
1) pevný2) stabilní3) stálý4) trvalý5) tuhý6) ustálený -
13 σταθερός
1) consistent2) firm3) stable4) steadyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σταθερός
-
14 solide
σταθερός -
15 stable
σταθερός -
16 stabilní
σταθερός -
17 ustálený
σταθερός -
18 steady
σταθερός -
19 obora
σταθερός -
20 solidny
σταθερός
См. также в других словарях:
σταθερός — standing fast masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό επίρρ. ά,1. ευσταθής, μόνιμος, αυτός που δε μεταβάλλεται: Οι τιμές παρέμειναν σταθερές. – Δεν είναι σταθερή η πολιτική κατάσταση. 2. αυτός που εμμένει σε κάτι: Δεν είναι σταθερός στη φιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννης ο Σταθερός — (Μάισεν 1468 – Σβάινιτς 1532). Πρίγκιπας εκλέκτορας της Σαξονίας (1525 32). Ήταν γιος του Ερνέστου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο αμέσως μετά τον θάνατό του μαζί με τον αδελφό του, Φρειδερίκο τον Σοφό. Όταν πέθανε και ο Φρειδερίκος, ο I. ο Σ.… … Dictionary of Greek
σταθερά — σταθερός standing fast neut nom/voc/acc pl (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc/acc dual (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτερον — σταθερός standing fast adverbial comp (ionic) σταθερός standing fast masc acc comp sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερῶν — σταθερός standing fast fem gen pl (ionic) σταθερός standing fast masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερόν — σταθερός standing fast masc acc sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτατον — σταθερός standing fast masc acc superl sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc superl sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεραί — σταθερός standing fast fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεροῖο — σταθερός standing fast masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)