Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στόματός

См. также в других словарях:

  • στόματος — στόμα mouth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. — ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες. См. Единогласно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ξηροστομία — Υπερβολική ξηρότητα του στόματος, που έχει σχέση με τη μείωση ή και την προσωρινή διακοπή της έκκρισης σάλιου. Παρατηρείται σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη ή από εμπύρειες νόσους, μετά από χρήση ατροπίνης ή εξαιτίας της μεγάλης απώλειας υγρών… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …   Dictionary of Greek

  • κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»