-
1 ποταμοῦ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμοῦ
-
2 αρυω
1) тж. med. черпать(ἀπὸ τῆς φιάλης Xen.; med. ἀπὸ ποταμοῦ Hes., Xen. и ἐκ ποταμοῦ Plat.; ὑδάτων Her.; ὑδάτων πῶμα Eur.; ἀγγείῳ Plut.)
ἐκ Διὸς ἀ. Plat. — получать вдохновение от Зевса;ἀρύσασθαι μαντικῆς Plut. — преисполниться пророческим даром2) med. захватывать, собирать(τὸν Γαλατικὸς πλοῦτον Plut.)
-
3 πινω
(ῑ) (fut. πίομαι, aor. 2 ἔπιον, pf. πέπωκα; эп. impf. iter. πίνεσκον, эп. inf. πινέμεν(αι); pass.: aor. ἐπόθην, pf. πέπομαι)1) пить, выпивать(οἶνον Plat. и οἴνοιο Hom.; π. ἀπὸ ποταμοῦ Xen. и π. ποταμοῦ Luc.)
π. ἐξ ἀργυρίου Xen. — пить из серебряного сосуда;φάρμακον π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ Plat. — пить прописанное врачем лекарство;π. πρὸς ἡδονήν Plat. — пить для удовольствия;π. εἰς μέθην Plat. — пить допьяна;ὡς εἴδομεν πίνοντά τε καὴ πεπωκότα Plat. — когда мы увидели, что (Сократ) пьет и что он уж выпил (яд)2) пить, осушать(κρατῆρας οἴνοιο Hom.; ποτήριον NT.)
3) впитывать, поглощать, всасывать(πέπωκεν αἷμα γαῖα Aesch.; γῆ ἥ πιοῦσα τὸν ὑετόν NT.)
-
4 αμφιμαχητος
-
5 αναβασις
поэт. тж. ἄμβᾰσις - εως ἥ1) восхождение (на гору), подъем Polyb.τέν ἀνάβασιν ἀναβῆναι Plat. — совершить восхождение;
εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάβασιν ποιεῖν Plat. — вознестись на небо;τοῦ ποταμοῦ ἀ. Diod. — подъем уровня, т.е. разлив реки2) посадка ( на лошадь) Xen.3) собир. всадникиἄμβασις ἵππων Soph. — конница
4) движение вглубь страны (у Xen. - поход Кира Младшего против его брата Артаксеркса Мнемона)5) дорога вверх, подъем, тж. подступ(τοῦ οὔρεος Her.; τῶν Ἐπιπολῶν Thuc.)
6) ступень(ка)αἱ ἀναβάσεις Plut. — лестница
-
6 αναδιδωμι
поэт. ἀνδίδωμι1) протягивать, передавать, предлагать(τινί τι Pind., Polyb., Plut.)
τῷ δήμῳ ψῆφον ἀ. Plut. — устроить всенародное голосование2) производить на свет, рождать(καρπόν Her., Plut.; ὡραῖα Thuc.; τροφέν ἐκ τῆς γῆς Xen., Plat.; ζῷα Plat.)
3) извергать, выбрасывать(θρόμβους ἀσφάλτου Her.; πῦρ καὴ καπνόν Thuc.)
πηγέν ἀναδοθῆναι ἐάσω Luc. — я сделаю так, что забьет источник;ὁμίχλην τοῦ ποταμοῦ ἀναδιδόντος Plut. — когда с реки поднялся туман4) выделять, испускать, издавать(θερμότητα, ὀσμήν Plut.)
5) распространять, распускать(φήμην νίκης Plut.)
6) med. продавать7) вытекать, бить ключом(πηγαὴ ἀναδιδοῦσι Her.; ὕδωρ ἀναδίδωσιν Arst.)
8) отходить назад, отступать Arst. -
7 αναχωρησις
- εως ἥ1) отход, отступление Her., Thuc., Plut.2) отлив3) иссякание, высыхание4) уходἀ. τοῦ βιότου Anth. — уход из жизни, кончина
5) убежище(ἀ. τε καὴ ἀφορμή Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.)
-
8 ανοικιζω
1) (преимущ. вглубь страны) переселять, med.-pass. переселяться, выселяться, селиться(ἐς Ὤλυνθον Thuc.; δεῦρο Arph.; ἥ πόλις ὑπὲρ ποταμοῦ ἄνῳκισμένη Plut.)
μέχρι τοῦδε ἀνῳκισμένοι εἰσίν Thuc. — поселения до сих пор находятся в глубине страны2) med.-pass. вновь заселяться3) разорять, разрушать(τέν Σπάρτην Arst.)
-
9 ανοικοδομεω
1) отстраивать, восстанавливать(τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.)
2) застраивать, блокировать(τὰς πόλας Plut.)
3) вновь застраивать(χώραν Diod.)
4) обкладывать, мостить(τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.)
-
10 ανομβρος
-
11 αντιμεταβασις
-
12 απολειψις
- εως ἥ1) оставление, уход(τοῦ στρατοπέδου Thuc.)
2) расторжение брака, развод(ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.)
3) побег из армии, дезертирство Xen., Dem.4) убывание(τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.)
5) кончина, смерть(θνητῶν γένεσις καὴ ἀ. Emped.)
-
13 αποχωσις
-
14 αυχην
- ένος ὅ1) шея(Hom., Hes.; pl. Soph., Anth.; αὐ. τὸ μεταξὺ προσώπου καὴ θώρακος Arst.)
2) затылок(αὐ. ἀστραγάλων ἐάγη Hom.)
3) горло Hes.4) ущелье, лощина, горный проход Her.5) перешеек Her., Xen., Polyb.6) пролив Aesch., Her., Arst., Plut.7) разветвление, развилка, раздвоение(ποταμοῦ Her.)
-
15 διαβαινω
(fut. διαβήσομαι, aor. 2 διέβην, pf. διαβέβηκα)1) широко расставлять ноги(ἐκκλίνειν καὴ διαβεβηκέναι Arst.; κολοσσοὴ διαβεβηκότες Plut.)
εὦ διαβάς Hom. — прочно упершись (в землю) расставленными ногами;2) переходить(τάφρον Hom.; ἐπὴ κλίνην ἀπὸ κλίνης Plut.; перен. διαβῆναι ἐξ ἄλλου γένους εἰς ἄλλο Arst.)
3) пересекать, переплывать(ποταμόν Her., Xen., Plut. и διὰ ποταμοῦ Xen.; τὸν Εὐρώταν Plut.)
4) переправляться, переезжать(ἐς Ἤλιδα διαβήμεναι Hom.; ἄνευ γεφυρῶν Xen.; εἰς τέν νῆσον Arst.; εἰς Ἀσίαν ἐξ Εὐρώπης Plut.; πρὸς τὸ τῆς Ἄγρας, sc. ἱερόν Plat.)
5) обращаться(τῷ λόγῳ ἔς τινα Her.)
6) превосходить, превышать(τῇ δυνάμει τοῦ λόγου Plut.)
-
16 διαγωνιζομαι
1) вести борьбу, бороться(τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τέν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; ὑπέρ τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.)
μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. — дать решительный бой2) бороться, состязаться(πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.)
-
17 διηθεω
1) процеживать(δ. καὴ διαττᾶν Plat.; διηθούμενον ὕδωρ διά τινος Arst.; τὸν ἄκρατον Plut.)
2) просеивать, провеивать(κοσκίνῳ τέν τέφραν Plut.)
3) прополаскивать, промывать(τέν κοιλίην οἴνῳ Her.)
4) отцеживать, наливать(οἶνον πυρέττοντι Plut.)
5) просачиваться -
18 δινωδης
-
19 δυσπορια
-
20 εδαφος
- εος τό1) основание, дно(νηός Hom., Plut. и πλοίου Dem.; ποταμοῦ Xen.; θαλάσσης Arst.)
ἐχθρὸς τῷ ἐδάφει Dem. — смертельный враг2) земля, почваεἰς τὸ ἔ. καθαιρεῖν или κατασκάπτειν Thuc. и καταβάλλειν Plut. — сравнивать с землей, срывать до основания3) pl. земельные владения Isae.; территория(τῆς πατρίδος Aeschin.; τῆς πόλεως Dem.)
4) пол(τοῦ οἴκου Her.; ὀρχήστρας Arst.)
См. также в других словарях:
ποταμοῦ — ποταμός river masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συγηροῦ ποταμοῦ ταβάθη γύρευε. — См. В тихом омуте черти водятся … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek