-
81 стебельковый
επ. (φυτό) με στέλεχος. -
82 стержень
-жня α.1. άξονας•стальной стержень ατσάλινος άξονας.
2. (ανατ.) στέλεχος, κύριος κορμός των αγγείων. || μίσχος. || μτφ. κέντρο, βάση• το βασικό, το κύριο. -
83 стержневой
επ.1. αξονικός, του άξονα.2. στέλεχος (ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί).3. μτφ. βασικός, κύριος•стержневой корень кустарника η κύρια ρίζα του.θάμνου•
стержневой вопрос το κύριο ζήτημα.
-
84 стрелка
-и θ.1. μικρό βέλος.2. δείκτης μικρός•стрелка компаса ο δείκτης της πυξίδας.
|| δείκτης οδικός.3. δείκτης κατεύθυνσης (στοχάρτη κ.τ.τ.).4. στέλεχος λουλουδιού. || φύλλο φυτού ξιφοειδές. || φυντανάκι. || στενή λωρίδα γης (σχηματιζόμενη στη συμβολή δυο ποταμών), γλώσσα. -
85 суставчатый
επ.1. αρθρωτικός•-ые конч-ности насекомых τα αρθρωτικά άκρα των εντόμων.
|| που έχει γόνατα•суставчатый стебель στέλεχος φυτού που έχει γόνατα,
2. (τεχ.) συνδετικός, με συνδέσεις•-ые трубы σωλήνες με συνδέσεις.
-
86 травинка
-и θ.στέλεχος χόρτου• παραφυάδα, παραβλάσταρο, ένα χορταράκι. -
87 травянистый
επ., βρ: -нист, -а, -о.1. ποώδης•травянистый стебель ποώδες στέλεχος•
-ая го-росль η πόα, χορταρότοπος•
-ые растения ποώδη φυτά.
2. χορτώδης, χορτοβριθής.3. μτφ. άνοστος, ανούσιος•-ые щи άνοστη λαχανόσουπα.
-
88 тростинка
-и θ.στέλεχος (ζάχαρο) κάλαμου. -
89 трубить
-блго, -бишьρ.δ.1. σαλπίζω•трубить трубу σαλπίζω, παίζω (βαρώ) τη σάλπιγγα.
|| ηχώ• σημαίνω•трубы -ят οι σάλπιγγες ηχούν.
2. σημαίνω, δίνω παράγγελμα με τη σάλπιγγα•, трубить сбор σημαίνω προσκλητήριο•трубить тревогу σημαίνω συναγερμό.
3. μτφ. διασαλπίζω, διαλαλαλώ, διατυμπανίζω, διακηρύσσω, διαθρυλώ.4. (απλ.) καταπονούμαι, πελεκιέμαι στη δουλεία.εκφρ.в -ы или во все трубы трубить – βλ. (3 σημ.).(γεωπ.) βγάζω το καλαμικό στέλεχος. -
90 трубчатый
επ.σωληνώδης, σωληνοειδής• σωληνωτός•-ые кости τα αυλοειδή οστά•
трубчатый стебель στέλεχος (φυτού) κοίλο ή σωληνοειδές-трубчатыйые макароны σωληνοειδή μακαρόνια.
-
91 εὐστελέχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστελέχης
-
92 θεραπεύω
A- εύσω Th.2.51
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐθεραπευσάμην Nicostr.
ap. Stob.4.23.65 codd., Gal.11.295:—[voice] Pass., [tense] fut.- ευθήσομαι Id.10.617
: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Antipho4.2.4, Pl.Alc.1.135e: [tense] aor.ἐθεραπεύθην Id.Chrm. 157b
, etc.:—to be an attendant, do service, once in Hom., Od. 13.265:—[voice] Med., h.Ap. 390.II do service to the gods, ἀθανάτους, θεοὺς θ., Hes.Op. 135, Hdt.2.37, X.Mem.1.4.13, etc.;δαίμονα Pi.P.3.109
; Διόνυσον, Μούσας, E.Ba.82 (lyr.), IT 1105(lyr.); θ. Φοίβου ναούς serve them, Id. Ion 111 (anap.): abs., worship, Lys.6.51; do service or honour to one's parents, E. Ion 183 (lyr.), Pl.R. 467a, Men. 91a; serve, wait upon a master, Id.Euthphr. 13d, cf. Ar.Eq.59, 1261, etc.; θ. τὰς θήκας reverence men's graves, Pl.R. 469a.2 in Prose, pay court to, [ τινα] Hdt.3.80, etc.; in bad sense, flatter, wheedle, Th.3.12; θ. τὸ πλῆθος, τοὺς πολλούς, Id.1.9, Plu.Per.34; conciliate,τινὰ χρημάτων δόσει Th.1.137
, cf. Hdn.2.2.8; τὸ θεραπεῦον,= οἱ θεραπεύοντες, Th.3.39; θ. γυναῖκα pay her attention, X.Cyr.5.1.18; also τὰς θύρας τινὸς θ. wait at a man's door, ib.8.1.6;αὐλὰς θ. καὶ σατράπας Men.897
; αὐλὰς βασιλικὰς θ. D.L.9.63.3 of things, consult, attend to,τὸ ξυμφέρον Th.3.56
; ἡδονὴν θ. indulge one's love of pleasure, X.Cyr.5.5.41; θ. τὸ παρόν look to, provide for the present, S.Ph. 149(anap.);τὸ ναυτικόν Th.2.65
;τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Id.4.67
;θ. τοὺς καιρούς D.18.307
: c. inf., take care that.., θ. τὸ μὴ θορυβεῖν, μὴ λείπεσθαι, Th.6.61,7.70;θ. ὅπως πολιτεύσουσι Id.1.19
; θ. ὡς .. Longus 4.1.4 θ. τὸ σῶμα take care of one's person, Pl.Grg. 513d;θ. αὑτούς Plu.Eum.9
;θ. τὰς τρίχας Longus4.4
; μύροις χαίτην θ. Archestr. Fr.62.3;θ. τοὺς πόδας LXX 2 Ki.19.24
: c. acc. et inf.,θ. κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plu.Lyc.22
.6 θ. ἡμέρην observe a day, keep it as a feast, Hdt.3.79;ἱερὰ -όμενα Th.4.98
.7 treat medically, Hp.VM9, Th.2.47,51;τοὺς τετρωμένους X.Cyr.3.2.12
;τραύματα Phld.Piet.89
;μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως Hp.Aph.6.38
; ;θ. νόσημα Isoc.19.28
;σώματα -όμενα Pl.Lg. 684c
; : abs.,οἱ θεραπεύοντες Phld.Ir.p.29
W.: metaph.,ὁ κοινὸς ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος Philippid.32
;λύπην.. οἶδε θεραπεύειν λόγος Men.591
;τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D.S.4.41
; τὰς ὑποψίας allayed, Plu.Luc.22;ὑπόνοιαν Phlp.
in de An.408.3; δυστυχίαν assuage it, Luc.Ind.6.10 prepare, dress, food or drugs, Archestr.Fr.13.4, al., Dsc.2.76 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεύω
-
93 καυλός
καυλός, ὁ,A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq. 824 (anap.); κ. σιλφίου ib. 894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸςἢ κ. Hp.Acut.37
; calledἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4
;κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19
;κ. Λίβυς Antiph.217.13
, cf. 325; (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162
; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib. 608; once of a sword-hilt, .3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr. 251b, cf. Arist. HA 504a31; neck of the bladder, ib. 497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib. 510b11; ovipositor of locusts, ib. 555b21.II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom. 101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.) -
94 πολυστέλεχος
πολυ-στέλεχος, ον, = foreg.,Aπαλίουρος AP9.312
(Zon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστέλεχος
-
95 στελέχιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στελέχιον
-
96 στυμνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυμνός
-
97 στυπάζει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυπάζει
-
98 ἀνίημι
ἀνίημι, ης (ἀνιεῖς, as if from ἀνιέω, dub. in Il.5.880), ησι: [tense] impf. ἀνίην, Hom. and [dialect] Att. 2 and [ per.] 3sg. εις, ει, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.A (Abu Simbel, vi B. C., Iterat. ; alsoἠνίει Hp.Epid.7.46
; [ per.] 1sg.ἀνίειν Luc.Cat.4
: [tense] fut. ἀνήσω: [tense] pf. ἀνεῖκα: [tense] aor. 1 ἀνῆκα; [dialect] Ion. ἀνέηκα.:—the Homeric formsἀνέσει Od.18.265
, [tense] aor. opt.ἀνέσαιμι 14.209
, part.ἀνέσαντες 13.657
should be referred to ἀνέζω, butἄνεσαν Il.21.537
is from ἀνίημι: [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.ἀνεῖσαν Th.5.32
, imper. , S.Ant. 1101, E.Hel. 442, subj. , [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj.ἀνήη Il.2.34
, opt. ἀνείη, inf. ἀνεῖναι, part. ἀνείς:—[voice] Pass., ἀνίεμαι: [tense] pf.ἀνεῖμαι Hdt.2.65
, A.Th. 413, [ per.] 3pl. [tense] pf.ἀνέωνται Hdt.2.165
(v.l. ἀνέονται), inf. ἀνἑῶσθαι (sic) Tab.Heracl.1.153: [tense] aor. part. e: [tense] fut.ἀνεθήσομαι Th.8.63
. [ ἀνῐ- [dialect] Ep., ἀνῑ- [dialect] Att.: but even Hom. has ἀνῑει, ἀνῑέμενος, and we find ἀνῐησιν in Pl.Com.153 (anap.).]: — send up or forth,Ζεφύροιο.. ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Od.4.568
; of Charybdis,τρὶς μὲν γάρ τ' ἀνίησιν.. τρὶς δ' ἀναροιβδεῖ 12.105
;ἀφρὸν ἀ.
spew up, vomit,A.
Eu. 183;σταγόνας [αἵματος] ἀ. S.OT 1277
; of the earth, καρπὸν ἀ. make corn or fruit spring up, h.Cer.333; ; also of the gods,ἀ. ἄροτον γῆς S.OT 270
, etc.; so of females, produce, ib. 1405:—in [voice] Pass., : then in various relations,συὸς χρῆμα ἀ. S.Fr. 401
; ; of a forest,πῦρ καὶ φλόγα Th.2.77
;πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων E.Or. 277
:— send up from the grave or nether world, A.Pers. 650, Ar.Ra. 1462, Phryn.Com.1 D., Pl.Cra. 403e, etc.:— [voice] Pass., ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος ibid.; of fruit, Thphr.CP5.1.5.II let go, from Hom. downwds. a very common sense, ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, i.e. left me, Il.2.71, etc., cf. Pl.Prt. 310d: —[voice] Pass., wake up,D.S.
17.56; set free,ἐκ στέγης ἀ. S.Ant. 1101
; let go unpunished,ἄνδρα τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον X.HG2.3.51
, cf. Lys.13.93; ἄνετέ μ' ἄνετε leave me alone, forbear, S.El. 229 (lyr.); of a state of mind,ἐμὲ δ' οὐδ' ὣς θυμὸν ἀνίει.. ὀδύνη Il. 15.24
;ὅταν μ' ἀνῇ νόσος μανίας E.Or. 227
;ὥς μιν ὁ οἶνος ἀνῆκε Hdt.1.213
, etc.; ἀ. ἵππον to let him go (by slackening the rein), S.El. 721;ἵππους εἰς τάχος ἀ. X.Eq.Mag.3.2
;τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀ. Plu.Per. 11
.b loosen, unfasten,δεσμόν Od.8.359
(v.l. δεσμῶν); δεσμά τ' ἀνεῖσαι Call.Hec.1.2.13
: hence, open,πύλας ἄνεσαν Il.21.537
;ἀ. θύρετρα E.Ba. 448
; ἀ. σήμαντρα break the seal, Id.IA 325:—[voice] Pass.,πύλαι ἀνειμέναι D.H.10.14
.2 ἀ. τινί let loose at one, slip at,ἀ. τὰς κύνας X.Cyn.7.7
: henceἄφρονα τοῦτον ἀνέντες Il.5.761
, cf. 880: c. acc. et inf., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ib. 882: generally, set on or urge to do a thing, c. inf., , cf. 17.425, Il.2.276, 5.422: freq. c. acc. pers. only, let loose, excite, asοὐδέ κε Τηλέμαχον.. ῷδ' ἀνιείης Od.2.185
;μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν Il.7.25
; τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν urged Thrasymedes to their aid, 17.705:—so in [voice] Pass.,ἅπας κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu. 955
.3 ἀ. τινὰ πρός τι to let go for any purpose,τὸν λεὼν.. ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Hdt.2.129
; ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀ. ib. 173;τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς E.Fr. 974
(v.l. ἀφείς); τὰ σώματα ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν X.Cyr.7.5.75
; ἐὰν δ' ἀνῇς, ὕβριστον χρῆμα κἀκόλαστον [γυνή] if you leave her free, Pl.Com.98.4 let, allow, c. acc. et inf., ;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Hdt.2.36
, cf. 4.175: with inf. omitted,ἀνεῖσα πένθει κόμαν E. Ph. 323
; ἀ. στολίδος κροκόεσσαν τρυφάν ib. 1491;κόμας Plu.Lys.1
: c. dat. pers. et inf., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν having given him leave to hunt, X.Cyr.4.6.3.5 [voice] Med., loosen, undo, c. acc., κόλπον ἀνιεμένη baring her breast, Il.22.80; αἶγας ἀνιέμενοι stripping or flaying goats, Od.2.300; soἀνεῖτο λαγόνας E.El. 826
; so in [voice] Act., ἀνιέναι· δέρειν, Hsch.6 let go free, leave untilled, of ground dedicated to a god,τέμενος ἀνῆκεν ἅπαν Th.4.116
;ἀργὸν παντάπασι τὸ χωρίον ἀνιέντες τῷ θεῷ Plu.Publ.8
; generally,τὴν χώραν ἀ. μηλόβοτον Isoc.14.31
;ἀρούρας ἀσπόρους ἀ. Thphr.HP8.11.9
; allowed to run wild, Ge.49.21:—but this sense mostly in [voice] Pass., devote oneself, give oneself up,ἐς τὸ ἐλεύθερον Hdt.7.103
; esp. of animals dedicated to a god, which are let range at large (cf. ἄνετος), ἀνεῖται τὰ θηρία Id.2.65
; of a person devoted to the gods, ; of places, etc.,θεοῖσιν ἀ. δένδρεα Call. Cer.47
; ἄλσος ἀνειμένον a consecrated grove, cj. in Pl.Lg. 761c; of land,ἀ. εἰς νομάς PTeb.60.8
,72.36 (ii B.C.): hence metaph., ἀνειμένος εἴς τι devoted to a thing, wholly engaged in it, e.g.ἐς τὸν πόλεμον Hdt.2.167
; ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον they are given up to military service, ib. 165; ἐς τὸ κέρδος λῆμ' ἀνειμένον given up to.., E.Heracl. 3: hence [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀνειμένος as Adj., going free, left to one's own will and pleasure, at large, S.Ant. 579, El. 516;ἀ. τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον E.Andr. 727
; πέπλοι ἀνειμένοι let hang loose, ib. 598; τὸ εἰς ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν -μένον unrestrained propensity to.., Plu.Num.16;σώματα πρὸς πᾶσαν ἐπιθυμίαν ἀνειμένα Id.Lyc.10
.7 slacken, relax, opp. ἐπιτείνω or ἐντείνω, of a bow or stringed instrument, unstring, as Hdt.3.22, cf. Pl.R. 442a, Ly. 209b, X.Mem.3.10.7, etc.; esp. of musical scales, ἁρμονίαι ἀνειμέναι, opp. σύντονοι, Arist.Pol. 1342b22, al.; ἀνειμένα Ἰαστὶ μοῦσα Pratin.Lyr.5: metaph.,ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ' ἀ. Ar.V. 574
, cf. Pherecr.145.4, Pl.R. 410e;πολιτεῖαι ἀνειμέναι καὶ μαλακαί Arist.Pol. 1290a28
; ; ἀνειμένη τάσις the grave accent, Sch.D.T.p.130H.;οἱ πάγοι τὰς φλόγας ἀ.
temper,Arist.
Mu. 397b2: hence,b remit, neglect, give up,στέρνων ἀραγμούς S.OC 1608
;φυλακὰς ἀνῆκα E.Supp. 1042
; φυλακήν, ἄσκησιν, etc., Th.4.27, X.Cyr.7.5.70, etc.; ἀ. θάνατόν τινι to remit sentence of death to one, let one live, E.Andr. 531;ἔχθρας, κολάσεις τισί Plu.2.536a
; ἀ. τὰ χρέα, τὰς καταδίκας, Id.Sol.15, D.C.64.8, cf. 72.2; ἄνες λόγον speak more mildly, E.Hel. 442; soἀ. τινὸς ἔχθραν Th.3.10
; ἀ. ἀρχήν, πόλεμον, etc., Id.1.76, 7.18, etc.:—[voice] Pass., to be treated remissly,ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Id.8.63
; has become effete, powerless,E.
Or. 941: freq. in [tense] pf. part. ἀνειμένος as an Adj., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης when their minds are not strung up for action, Th.5.9; ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ relaxed, unconstrained, of the Athenians, Id.1.6; δίαιτα λίαν ἀ., of the Ephors, Arist.Pol. 1270b32;ἀ. ἡδοναί
dissolute,Pl.
R. 573a; ἄνανδρος καὶ λίαν ἀ. ib. 549d;ἀ. χείλεα
parched,Theoc.
22.63; of climate,ἀ. καὶ μαλακός Thphr.CP5.4.4
;ὀσμὴ μαλακὴ καὶ ἀ. 5.7.1
: [comp] Comp.ἀνειμενώτερος Iamb.VP15.67
:—but,8 the sense of relaxation occurs also as an intr. usage of the [voice] Act., slacken, abate, of the wind,ἐπειδὰν πνεῦμ' ἀνῇ S.Ph. 639
, cf. Hdt.2.113, 4.152;ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα S.Ph. 764
, cf. Hdt.1.94; ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, of a viper, having fastened on him she does not let go, Id.3.109: esp. in phrase οὐδὲν ἀνιέναι not to give way at all, X.HG2.3.46, cf. Cyr.1.4.22; τὰς τιμὰς ἀνεικέναι ἤκουον that prices had fallen, D.56.25, cf. Arist.Rh. 1390a15; σιδήρια ἀ. ἐν τοῖς μαλακοῖς lose their edge, Thphr.HP5.5.1.b c. part., give up or cease doing, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ θεός] Hdt.4.28, cf. 125, 2.121.β, E.IT 318, etc.c c. gen., cease from a thing, ; , D.21.186;φιλονικίας Th.5.32
; ἀνῆκε τοῦ ἐξελθεῖν forbore to come forth, LXX 1 Ki.23.13.9 dilute, dissolve, διά τινος or τινί, Gal.13.520, al., Gp.4.7.3, cf. Arr.An.7.20.5 (Phryn.19 says that διΐημι is more correct in this sense);διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Thphr.Vent.58
. -
99 ἐγγράφω
3 engrave, inscribe,ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102
, cf. 4.91;νόμους Lys. 30.2
(of codifiers, opp. ἐξαλείφω): —[voice] Med., :— [voice] Pass., to be written in, ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (sc. τῇ ἐπιστολῇ) Th.1.128; αὑτὸν εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν found his name entered in the letter for execution, ib. 132; .4 metaph.,εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52
.5 Geom., inscribe a figure in another, εἰς .. Euc.4.4, al.; ἐν .. Archim.Sph. Cyl.1.13, al. ([voice] Pass.).6 Medic., include in a prescription,οἶνος ἐγγεγράφθω Aret.CD1.2
.II enter in the public register, esp. of one's deme or phratria,ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Is.7.1
;ἐγγράψαι τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας D.19.230
;εἰς τοὺς φράτερας Id.39.4
;ἐ. εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6
; alsoἱερὰν ἐ. τὴν οὐσίαν Alex.276
:—[voice] Pass.,εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι D.18.261
; Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην by the name of M., Id.39.4;τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol. 1275a15
; ;εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax. 366e
. (A.Ch. 699 is corrupt.)2 indict, Ar. Pax 1180, D.37.24:—[voice] Pass., ἐγγράφεσθαι λιποταξίου to be indicted for desertion, Aeschin.2.148.3 of statedebtors, enter their names, ἐγγραφόντων οἱ ἄρχοντες τοῖς πράκτορσιν Lex ap. D.43.71; ἐγγεγραμμένος [ἐν ἀκροπόλει] registered among the state-debtors, D.25.4, cf. Arist.Ath.48.1; also of ἄτιμοι, Pl.Lg. 784d. (Perh. written ἐκγρ-, SIG742.29.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγράφω
-
100 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
См. также в других словарях:
στέλεχος — crown of the root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
στέλεχος — το 1. βλαστός φυτού. 2. σημαντικό μέλος: Ανήκει στα στελέχη του κόμματος. – Είναι σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης. 3. το μέρος του βιβλίου αποδείξεων που απομένει σ αυτόν που τις δίνει: Η εφορία ζήτησε τα στελέχη των αποδείξεων για έλεγχο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στελέχει — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (attic epic) στελέχεϊ , στέλεχος crown of the root neut dat sg (epic ionic) στέλεχος crown of the root neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχη — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχέων — στέλεχος crown of the root neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχῶν — στέλεχος crown of the root neut gen pl (attic epic doric) στελεχόω form a stem pres part act masc voc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act masc nom sg στελεχόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεος — στέλεχος crown of the root neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεσι — στέλεχος crown of the root neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεσιν — στέλεχος crown of the root neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχην — στέλεχος crown of the root neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)