-
1 erkan
στέλεχος, τρόπος -
2 работник
работни||км в разн. знач. ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής/ ὁ ὑπάλληλος (служащий)/ τό στέλεχος (партийный и т. п.):на-у́чный \работник ὁ ἐπιστήμων ответственный \работник τό ὑπεύθυνο στέλεχος, ὁ ἀνώτερος ὑπάλληλος· руководящий \работник τό καθοδηγητικό στέλεχος'· партийный \работник τό κομματικό στέλεχος. -
3 работник
ο εργαζόμενος, ο υπάλληλοςτο στέλεχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > работник
-
4 активист
активист м το στέλεχος, το ενεργό μέλος (οργάνωσης)* * *мτο στέλεχος, το ενεργό μέλος (οργάνωσης) -
5 работник
работник м о εργάτης* ο υπάλληλος (служащий) ответственный \работник το στέλεχος·' научный '- ο επιστήμονας* * *мο εργάτης; ο υπάλληλος ( служащий)отве́тственный рабо́тник — το στέλεχος
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
6 стебель
-
7 стебель
-бля α,1. στέλεχος φυτού• βλαστός.2. κορμός• άξονας•стебель пера ο κονδυλοφόρος•
стебель затвора винтовки το στέλεχος ή ο κορμός του κινητού ουραίου του τουφεκιου.
3. (παλ. κ. διαλκ.) η ουρά (λαβή) του κουταλιού. -
8 ствол
1. (дерева) о κορμός (του δέντρου) 2. (ружья) η κάννη 3. (шахты) το φρεάριο 4. тех. το ακροφύσι/οлафетный пенный - мор. о σταθερός κορμός του - ου αφρού5. анат. о κορμός, ο στέλεχος 6. арх. (колонны) о κορμός του κίονος/στύλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ствол
-
9 стебель
(растения) το στέλεχος, (листа) ο μίσχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стебель
-
10 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
-
11 активист
активистм τό ἐνεργό[ν] μέλος ὀργάνωσης [-εως], τό στέλεχος. -
12 кадровый
кадровыйприл:\кадровый офицер ὁ μόνιμος ἀξιωματικός· \кадровый рабочий ὁ παληός ἐργάτης, τό ἐργατικό στέλεχος. -
13 корешок
корешокм1. ἡ ρίζα·2. (книги и т. ἡ) ἡ ράχη τοῦ βιβλίου·3. (квитанционной книжки) τό στέλεχος. -
14 костик
кости́км1. ὁ σκελετός, τό στέλεχος·2. перен ὁ πυρήνας, τό στήριγμα -
15 ножка
ножк||аж1. уменыи. τό ποδαράκι:прыгать на одной \ножкае πηδῶ στό ἕνα πόδι, παίζω κουτσό, παίζω τόν καλόγερο·2. (какого-л. предмета) τό σκέλος, τό ποδάρι, τό πόδι:\ножка циркуля τό σκέλος ТОО διαβήτη·3. зоол., бот. τό πόδι, τό στέλεχος, ὁ μίσχος:\ножка гриба ὁ μίσχος τοῦ μανιταριοῦ· ◊ подставлять \ножкау кому-л. βάζω κάποιου τρικλοποδιά. -
16 политработник
политработникм (политический работник) τό πολιτικό στέλεχος. -
17 стебель
стебельм τό στέλεχος, ὁ βλαστός/ ὁ μίσχος (листа). -
18 талон
талонм τό κουπόνι, τό δελτίο·2. (чековой книжки, аккредитива и т. п.) τό στέλεχος (<5ιπλοτ(5ποι.). -
19 -stemmed
a thick-stemmed plant; He smoked a short-stemmed pipe.) με στέλεχος ορισμένου πάχους, μήκους, κλπ. -
20 counterfoil
(a section able to be detached or removed from a cheque etc and kept by the giver as a receipt.) στέλεχος
См. также в других словарях:
στέλεχος — crown of the root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
στέλεχος — το 1. βλαστός φυτού. 2. σημαντικό μέλος: Ανήκει στα στελέχη του κόμματος. – Είναι σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης. 3. το μέρος του βιβλίου αποδείξεων που απομένει σ αυτόν που τις δίνει: Η εφορία ζήτησε τα στελέχη των αποδείξεων για έλεγχο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στελέχει — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (attic epic) στελέχεϊ , στέλεχος crown of the root neut dat sg (epic ionic) στέλεχος crown of the root neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχη — στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέλεχος crown of the root neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχέων — στέλεχος crown of the root neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχῶν — στέλεχος crown of the root neut gen pl (attic epic doric) στελεχόω form a stem pres part act masc voc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στελεχόω form a stem pres part act masc nom sg στελεχόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεος — στέλεχος crown of the root neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεσι — στέλεχος crown of the root neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχεσιν — στέλεχος crown of the root neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελέχην — στέλεχος crown of the root neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)