-
1 στάδιος
Grammatical information: adj.Meaning: `upright, standing still, firm, immobile, lying on the balance = weighed etc.' (Il., Pi., hell. a. late epic, D. C.), in the Il. only dat. σταδίῃ as attr. of ὑσμίνῃ or without main word `in (standing still) close combat'; ἐν αὑτο-σταδίῃ (N 325) `id.'; cf. Trümpy Fachausdrücke 112 f. and Krarup Class. et Med. 10, 7; σταδία λυχνία H.Compounds: ὀρθο-στάδιον n. `chiton running straight downwards' (Ar. a. o.; also στάδιος, στατὸς χιτών);Derivatives: Besides σταδαῖος `id.' (A., Ti. Locr. a. o.; also Th. 4, 38 v. l. beside σταδία, of μάχη).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Adjective with ιο-, αιο-suffix from adv. στά-δην like ἐκτάδ-ιος from ἐκτά-δην (: ἐκ-τείνω) a. o.; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467 a. 626. S. ἵστημι.Page in Frisk: 2,773-774Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάδιος
-
2 στάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to let drip (in), to shed', intr. `to drip' (posthom.).Other forms: Aor. στάξαι (Il.), fut. στάξω (Pi. etc.), aor. pass. σταχθῆναι (Hp.), σταγῆναι (Dsc.), perf. pass. ἔστακται (Od.).Derivatives: 1. σταγ-ών, - όνος f. `drop' (trag., Hp., middl. com., hell. a. late) with - ονίας, - ονῖτις, - ονιαῖος (late); also στάγ-ες pl. (A. R. 4, 626); prob. backformation, cf. below. 2. - ετός m. `id.' (Aq.; like ὑετός a.o.). 3. - μα ( ἐπί- στάζω) n. `the dripping, the drop, aromatic oil' (A., Gal., pap. a. o.), ἐπι-, κατα-σταγμός m. `the nose-dripping, sniffing' (late medic.). 4. στάξις ( ἀπό-κατά- στάζω) f. `the dripping', esp. of blood from the nose (Hp., Gal.). 5. στακτός `dripping' (IA.), - τή f. `myrrh-oil' (Antiph., Plb. a.o.), - τά n. pl. `resins' (medic.); ἔνστακτον n. `the dripping in' (Gal.); στα\<κ\> τικόν πεμμάτιον πλακουντοειδές. ἄλλοι δε ἀγγεῖα διυλίζοντα Νειλῶον ὕδωρ H. 6. ἐπι-στάκτης m. `woolen thread for oil-dripping' (late medic.); στακτερία (leg. - τηρία) f. `bottle for myrrh-oil' (pap. VI -- VIIp). 7. στάγ-δην `drop by drop' (Hp., Aret.). 8. Στάζουσα f. source in Sicyon (Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 230).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present στάζω can stand for *σταγ-ι̯ω and thus be a denominative of στάγ-ες. As however the relatively late ἅπ. λεγ. στάγ-ες is prob. a backformation from σταγ-όνες (Schwyzer 424) and the last relates to στάζω as τρυγών to primary τρύζω, στάζω too might be primary; to these came the other forms. -- The Latin and Celtic words compared give no indication for the prehistory of στάζω. Lat. stāgnum `through inundation arosen artificial water, sea, pool, pond' and OBret. staer `river, brook' (from * stag-rā) are rather far away because of the deviant meaning; semant. better connectable, but phonetically unclear is Welsh taen `conspersio' (IE * stagnā ?). WP. 2, 612, Pok. 1010, W.-Hofmann s. 1. stāgnum w. lit. Older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,774Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάζω
См. также в других словарях:
δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… … Dictionary of Greek
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
συστάδην — ΝΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «εκ τού συστάδην» από κοντά αρχ. συσταδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, στα δην)] … Dictionary of Greek
περισταδόν — Α επίρρ. 1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.) 2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι… … Dictionary of Greek
στήδην — Α επίρρ. με το ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη τού ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στά δην)] … Dictionary of Greek
περιστάδην — Μ επίρρ. περισταδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι ίστημι (πρβλ. επίρρ. στάδην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συστά δην)] … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek