Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σταγ-ών

См. также в других словарях:

  • μελισταγής — ές (Α μελισταγής, ές) 1. αυτός που στάζει μέλι («μελισταγής λόγος») 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • νεκταροσταγής — νεκταροσταγής, ές (Α) αυτός που σταλάζει νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. δακρυ σταγής, μυρο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • ομματοσταγής — ὀμματοσταγής, ές (Α) (για τα δάκρυα) αυτός που αναβλύζει από τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. απρφμ. αορ. β σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …   Dictionary of Greek

  • Σταγιρίτης — και Σταγειρίτης, ὁ, ΝΑ [Στάγ(ε)ιρα] 1. αυτός που κατάγεται από τα Στάγιρα, την πόλη τής Χαλκιδικής 2. προσωνυμία τού Αριστοτέλους …   Dictionary of Greek

  • στάγδην — Α επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • στάγες — αἱ, Α σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθέματο υποχωρητ. παρ. τού ρ. στάζω* (πρβλ. σταγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • στάδην — Α επίρρ. 1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.) 2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στάγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»