-
1 στάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to let drip (in), to shed', intr. `to drip' (posthom.).Other forms: Aor. στάξαι (Il.), fut. στάξω (Pi. etc.), aor. pass. σταχθῆναι (Hp.), σταγῆναι (Dsc.), perf. pass. ἔστακται (Od.).Derivatives: 1. σταγ-ών, - όνος f. `drop' (trag., Hp., middl. com., hell. a. late) with - ονίας, - ονῖτις, - ονιαῖος (late); also στάγ-ες pl. (A. R. 4, 626); prob. backformation, cf. below. 2. - ετός m. `id.' (Aq.; like ὑετός a.o.). 3. - μα ( ἐπί- στάζω) n. `the dripping, the drop, aromatic oil' (A., Gal., pap. a. o.), ἐπι-, κατα-σταγμός m. `the nose-dripping, sniffing' (late medic.). 4. στάξις ( ἀπό-κατά- στάζω) f. `the dripping', esp. of blood from the nose (Hp., Gal.). 5. στακτός `dripping' (IA.), - τή f. `myrrh-oil' (Antiph., Plb. a.o.), - τά n. pl. `resins' (medic.); ἔνστακτον n. `the dripping in' (Gal.); στα\<κ\> τικόν πεμμάτιον πλακουντοειδές. ἄλλοι δε ἀγγεῖα διυλίζοντα Νειλῶον ὕδωρ H. 6. ἐπι-στάκτης m. `woolen thread for oil-dripping' (late medic.); στακτερία (leg. - τηρία) f. `bottle for myrrh-oil' (pap. VI -- VIIp). 7. στάγ-δην `drop by drop' (Hp., Aret.). 8. Στάζουσα f. source in Sicyon (Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 230).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present στάζω can stand for *σταγ-ι̯ω and thus be a denominative of στάγ-ες. As however the relatively late ἅπ. λεγ. στάγ-ες is prob. a backformation from σταγ-όνες (Schwyzer 424) and the last relates to στάζω as τρυγών to primary τρύζω, στάζω too might be primary; to these came the other forms. -- The Latin and Celtic words compared give no indication for the prehistory of στάζω. Lat. stāgnum `through inundation arosen artificial water, sea, pool, pond' and OBret. staer `river, brook' (from * stag-rā) are rather far away because of the deviant meaning; semant. better connectable, but phonetically unclear is Welsh taen `conspersio' (IE * stagnā ?). WP. 2, 612, Pok. 1010, W.-Hofmann s. 1. stāgnum w. lit. Older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,774Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάζω
См. также в других словарях:
μελισταγής — ές (Α μελισταγής, ές) 1. αυτός που στάζει μέλι («μελισταγής λόγος») 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek
νεκταροσταγής — νεκταροσταγής, ές (Α) αυτός που σταλάζει νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. δακρυ σταγής, μυρο σταγής] … Dictionary of Greek
ομματοσταγής — ὀμματοσταγής, ές (Α) (για τα δάκρυα) αυτός που αναβλύζει από τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. απρφμ. αορ. β σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
Σταγιρίτης — και Σταγειρίτης, ὁ, ΝΑ [Στάγ(ε)ιρα] 1. αυτός που κατάγεται από τα Στάγιρα, την πόλη τής Χαλκιδικής 2. προσωνυμία τού Αριστοτέλους … Dictionary of Greek
στάγδην — Α επίρρ. κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek
στάγες — αἱ, Α σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθέματο υποχωρητ. παρ. τού ρ. στάζω* (πρβλ. σταγ ών)] … Dictionary of Greek
στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ … Dictionary of Greek
στάδην — Α επίρρ. 1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.) 2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στάγ δην)] … Dictionary of Greek
σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] … Dictionary of Greek
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek