-
1 στρογγυλός
η, ο, στρογγύλος, η, ον1) круглый; округлённый,.округлый;διάσκεψη στρογγυλης τραπέζης — совещание за круглым столом;
2) перен. круглый, округлённый (о цифрах и т. п.);στρογγ λογαριασμός — круглый счёт;
§ στρογγυλά λόγνα — ясные, недвусмысленные слова;
στρογγυλά 'ναι και κυλάνε — погов, деньги текут как вода
-
2 στρογγύλος
Grammatical information: adj.Meaning: `round, spherical, compact' (IA.).Compounds: Compp., e.g. στρογγυλο-πρόσωπος `round-faced' (Arist., pap.), ὑπο-στρόγγυλος `somewhat rounded' (Thphr. a.o.).Derivatives: 1. στρογγυλ-ότης f. `roundness' (Pl., Arist.). 2. - ιον n. `round bottle' (pap. VIp). 3. - λω `to round (off)' with - μα n. (late). 4. - ίζω `id.' (D. H.) with - ισμα n. `terse expression' (Anon. Fig.). 5. - όομαι `to be or become round' (Plu. a.o.) with - ωσις f. (Hp., LXX a.o.), - ωμα n. (Al.). 6. - αίνω `to round' (Hippiatr.). 7. - εύματα H. s. γογγυλεύματα (: *-εύω) H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation as γογγ-ύλος, καμπ-ύλος, ἀγκ-ύλος a.o. Prop. *`drawn together, balled together, copast', to στράγξ a. cogn. (s. v.). Then στρογγύλος can be either an old full grade ο-ablaut as NHG Strang a.o. or have taken its - ο- secondarily from γογγύλος (Güntert Reimwortbild. 146 f.). Against the last supposition speaks however the wide spread of στρογγύλος. Diff. J. Schmidt KZ 32, 381: α \> ο because of the following υ (which is a rule of Pre-Greek!). -- A connection with στράγξ `squeezed out drop' is semant. far from evident to my mind (though στρογγ- may well continue * stragg- before υ).Page in Frisk: 2,810-811Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρογγύλος
См. также в других словарях:
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek